• Πέμπτη 18 Απριλίου 2024

Ιστορία | Έρευνες

Ματωμένα Χριστούγεννα 1963

Πριν από την απόπειρα αναθεώρησης του Συντάγματος

ΒΡΕΤΑΝΙΑ: Εμείς εξασφαλίσαμε αυτό που χρειαζόμαστε: τις βάσεις, έναν αριθμό διατηρηθεισών τοποθεσιών και διευκολύνσεις

Στις 16 Αυγούστου του 1960, με βάση τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, η Κύπρος ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος. Η νεοσύστατη Κυπριακή Δημοκρατία απέκτησε ένα Σύνταγμα, το οποίο παραμόρφωσε ολότελα την αρχή της πλειοψηφίας. Οι Τούρκοι της Κύπρου, που αποτελούσαν το 18% του πληθυσμού, έγιναν συγκυρίαρχοι με την πλειοψηφία του 82%.

 

Το Σύνταγμα έδινε δικαιώματα βέτο στον Τούρκο αντιπρόεδρο, τον οποίο εξίσωνε με τον Ελληνα πρόεδρο. Στους δέκα υπουργούς, οι τρεις έπρεπε να ήταν Τούρκοι. Στη Βουλή οι Τούρκοι βουλευτές κατείχαν τις 15 από τις 50 έδρες. Εκλέγονταν με ξεχωριστή εκλογική διαδικασία και προβλέπονταν ξεχωριστές πλειοψηφίες για την ψήφιση φορολογικών νομοσχεδίων, την τροποποίηση του εκλογικού νόμου και την ψήφιση νομοσχεδίων για τους ξεχωριστούς δήμους. Η συμμετοχή των Τούρκων στη δημόσια υπηρεσία ήταν 30% και στο στρατό 40%.

 

Ολες αυτές οι αναλογίες συμφωνήθηκαν στη Ζυρίχη μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας Αβέρωφ και Ζορλού και επικυρώθηκαν στη Διάσκεψη του Λονδίνου στις 18 Φεβρουαρίου 1959. Ακολούθως ενσωματώθηκαν στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας με τρόπο που διασφαλιζόταν το αναλλοίωτό τους στο διηνεκές. Συγκεκριμένα, το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας αποτελείται από 199 άρθρα. Από αυτά, τα 47 (στο σύνολό τους ή μέρος τους) "αποτελούσι θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος και δεν δύνανται, καθ' οιονδήποτε τρόπον, να τροποποιηθώσι διά μεταβολής, προσθήκης ή καταργήσεως". Πρόκειται για τα άρθρα που κατοχυρώνουν τα δικαιώματα της τουρκικής κοινότητας.

 

Στο Σύνταγμα ενσωματώθηκαν, ως θεμελιώδη άρθρα, και οι συνθήκες εγγυήσεως και συμμαχίας. Η Ελλάδα, η Τουρκία και το Ηνωμένο Βασίλειο εγγυήθηκαν την ανεξαρτησία και εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου, ενώ εξασφάλισαν το δικαίωμα της μονομερούς επέμβασης στην Κύπρο για την αποκατάσταση των προνοιών της συνθήκης, στην περίπτωση που θα υπήρχε καταπάτησή τους. Οι Ελληνες, οι οποίοι είχαν διεξαγάγει έναν ένοπλο αγώνα με στόχο την ένωση, όχι μόνο συμβιβάστηκαν με τη λύση ανεξάρτητου κράτους, αλλά βρέθηκαν να είναι κατά κάποιο τρόπο συνεταίροι με την τουρκική μειονότητα. Οι Τούρκοι, από την άλλη, παρά τα πλεονεκτήματα που εξασφάλισαν από τις συμφωνίες, θεωρούσαν υποχώρηση τη λύση που δόθηκε, αφού δεν ικανοποιείτο άμεσα το αίτημά τους για διχοτόμηση.

 

Το καίριο ερώτημα είναι πώς και γιατί οι Ελληνες σύρθηκαν σ' αυτόν το συμβιβασμό. Είναι μεγάλο το κεφάλαιο που αφορά την έναρξη του αγώνα της ΕΟΚΑ, την πορεία και την κατάληξή του. Εκείνο που επιγραμματικά μπορεί να λεχθεί είναι ότι η Ζυρίχη ήταν το αποτέλεσμα των αδιεξόδων που είχαν προκύψει. Ενώ ο αρχικός σκοπός του αγώνα ήταν να δημιουργηθούν τέτοιες συνθήκες που θα επέτρεπαν στους Ελληνες να διαπραγματευτούν από θέση ισχύος το δικαίωμα για αυτοδιάθεση, τα πράγματα εξελίχθηκαν κατά τρόπο που οδήγησαν ακριβώς στο αντίθετο. Ετσι οι Αγγλοι, αφού ενέπλεξαν τους Τούρκους ως ενδιαφερόμενο μέρος στο Κυπριακό, επέβαλαν στους Ελληνες τη λύση της Ζυρίχης, υπό την απειλή της άμεσης διχοτόμησης. Δημιούργησαν ένα εύθραυστο κράτος, ενιαίο κατ' όνομα αλλά λειτουργικά ομοσπονδιακό, και επιβάλλοντας ένα Σύνταγμα - τέρας, όπου η τουρκική μειονότητα αποτελούσε κράτος εν κράτει.

 

Η Κυπριακή Δημοκρατία, με τη μορφή που προέβλεπε το Σύνταγμα του 1960, έζησε μόλις τρία χρόνια και έξι μήνες. Ολη αυτή η περίοδος σημαδεύτηκε με αντιπαραθέσεις, αντιπαλότητες, συνωμοσίες και προβοκατόρικες ενέργειες με πρωταγωνιστές Ελληνες και Τούρκους. Το κλίμα καχυποψίας που εξαρχής είχε δημιουργηθεί σταδιακά διογκώθηκε και δημιούργησε συνθήκες ανοικτής αντιπαράθεσης. Ως αποτέλεσμα, το οικοδόμημα της Ζυρίχης άρχισε να παρουσιάζει ρωγμές, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου μεγάλωναν. Η αποσύνθεση του ζυριχικού κατασκευάσματος έφθασε, στο τέλος του 1963, σε τέτοια επίπεδα, ώστε η κατάρρευσή του ήταν ζήτημα χρόνου.

 

"Διαίρει και βασίλευε"

 

Η "πέτρα του σκανδάλου" ήταν το γεγονός πως η Κυπριακή Δημοκρατία ήταν ένα νόθο κατασκεύασμα που δεν ικανοποιούσε τις προσδοκίες των κατοίκων της, παρά μόνο εξυπηρετούσε τη διαιρετική βρετανική πολιτική. Ο πρώτος Αγγλος ύπατος αρμοστής (πρέσβης) στην Κύπρο σερ Αρθουρ Κλαρκ, σε εμπιστευτική έκθεση που υπέβαλε στο υπουργείο Εξωτερικών της χώρας του το 1964 με αφορμή την αναχώρησή του από το νησί, σχολίασε ως εξής τη λύση που δόθηκε στη Ζυρίχη: "Η διευθέτηση αυτή δεν ικανοποίησε ούτε τους Ελληνοκυπρίους ούτε τους Τουρκοκυπρίους. Δεν ήταν παρόντες στη Ζυρίχη ούτε κι εμείς. Στη συνέχεια, όμως, εμείς εξασφαλίσαμε αυτό που χρειαζόμαστε, δηλαδή 99 τετραγωνικά μίλια, που είναι η περιοχή των βάσεων, έναν αριθμό διατηρηθεισών τοποθεσιών και διάφορες άλλες διευκολύνσεις. Οι Ελληνοκύπριοι εγκατέλειψαν το απατηλό όνειρο της ένωσης και οι Τουρκοκύπριοι την ιδέα της διχοτόμησης και την προσάρτησης μέρους της Κύπρου από την Τουρκία. Το ``ημιτελές'' Σύνταγμα που τελικά εκπονήθηκε για τη Δημοκρατία της Κύπρου, δύσκαμπτο και περιορισμένο σε στενά πλαίσια, από τις αρχές που τόσο βιαστικά συντάχθηκαν στη Ζυρίχη από ανθρώπους που δεν γνώριζαν από πρώτο χέρι το νησί, δεν ικανοποίησε καμιά πλευρά στην Κύπρο".

 

Στην ίδια έκθεση ο Κλαρκ ομολογεί το διαιρετικό χαρακτήρα της αγγλικής πολιτικής στο Κυπριακό από την περίοδο της έναρξης της αποικιοκρατίας μέχρι την ανεξαρτησία, προσδίδοντας σ' αυτήν κακή πρόθεση: "Δεν θα προχωρήσω με λεπτομέρεια στο αποικιοκρατικό παρελθόν, δηλαδή τη διοικητική συμπεριφορά μας μεταξύ του 1878 και του 1960, διότι η μεταθανάτια εξέταση δεν θα ωφελούσε. Πρέπει όμως να πω ότι οι πρόσφατες ταραχές εδώ πηγάζουν, εν μέρει τουλάχιστον, από την αποτυχία μας στο να συμφιλιώσουμε τις δυο κοινότητες. Πράγματι, η πολιτική της αποικιοκρατικής μας διοίκησης έτεινε σχεδόν πάντοτε προς τη διεύρυνση του διαχωρισμού μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων. Δυστυχώς οι συμφωνίες Ζυρίχης και Λονδίνου διεύρυναν ακόμα περισσότερο το διαχωρισμό αυτό. Το αποτέλεσμα στην Κύπρο από το 1960 και μετά ήταν μια σταθερή σειρά από διενέξεις και διαφωνίες, που τελικά κατέληξαν σε αδιέξοδο".

 

Οι πρώτες διαφωνίες

 

Από την πρώτη στιγμή οι Ελληνες είχαν ενστάσεις ως προς κάποια σημεία των συμφωνιών, οι Τούρκοι όμως απαιτούσαν την εφαρμογή τους ως έχουν. Μια από τις πρώτες διαφωνίες που είχαν προκύψει ήταν η κωλυσιεργία των Ελλήνων να προχωρήσουν στην ψήφιση νόμου για ξεχωριστά τουρκικά δημαρχεία στις πέντε μεγάλες πόλεις της Κύπρου. Ο Μακάριος πρότεινε κατά καιρούς στους Τούρκους διάφορες εναλλακτικές επιλογές για διατήρηση των ενιαίων δήμων και ταυτόχρονη κατοχύρωση των δικαιωμάτων των Τούρκων δημοτών. Οι Τούρκοι, όμως, ήταν ανένδοτοι. Δεν συζητούσαν απολύτως τίποτε άλλο πέρα από την πιστή εφαρμογή των συμφωνιών. Αυτή η συζήτηση κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια (1959-63). Επί του θέματος αυτού είναι ενδιαφέρουσα η άποψη του Αρθουρ Κλαρκ, η οποία καταγράφεται στην ίδια έκθεση:

 

"Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, 1960-1963, η ελληνική κυβέρνηση συμπεριφέρθηκε καλά, συστήνοντας συνεχώς αυτοσυγκράτηση στους Ελληνοκυπρίους. Δυστυχώς, όμως, η τουρκική κυβέρνηση παρακινούσε τους Τουρκοκυπρίους να επιμένουν στην κάθε σταγόνα που μπορούσαν να απομυζήσουν από το ζυριχικό Σύνταγμα. Για όλες τις διαφωνίες μικροψυχίας που προέκυψαν φταίξιμο είχαν συνήθως και οι δυο πλευρές: οι Ελληνοκύπριοι για την αποτυχία τους ως πλειοψηφία να επιδείξουν μεγαλοψυχία και οι Τουρκοκύπριοι για σκέτη βλακεία και ξεροκεφαλιά".

 

Καθ' όλη τη διάρκεια της αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων, οι τελευταίοι είχαν ένα στρατηγικό πλεονέκτημα. Θεωρητικά, τουλάχιστον, δεν ζητούσαν τίποτα περισσότερο από αυτά που είχαν συμφωνηθεί στη Ζυρίχη, υπογραφεί στο Λονδίνο και ενσωματωθεί στο Σύνταγμα. Οι Ελληνες, από την άλλη, υποστήριζαν ότι ορισμένα από τα συμφωνηθέντα ήταν ανεφάρμοστα. Δεν υπήρχαν, για παράδειγμα, τόσοι μορφωμένοι Τούρκοι για να καλύψουν το 30% των θέσεων στη δημόσια υπηρεσία. Ο σημαντικότερος, όμως, λόγος της άρνησης των Ελλήνων να συνεργαστούν ήταν το αίσθημα αδικίας που τους διακατείχε. Η πικρή αλήθεια είναι ότι και οι δυο κοινότητες της Κύπρου δεν πίστεψαν στη λύση και θεώρησαν τη Ζυρίχη ένα σταθμό. Οι μεν για την ένωση, οι δε προς τη διχοτόμηση.

 

ΤΜΤ και Γκρίζοι Λύκοι

 

Ο Τούρκος αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας Φαζίλ Κουτσιούκ ήταν μετριοπαθής και θα μπορούσε να συνεργαστεί με τον Μακάριο για την εφαρμογή των συμφωνιών. Η κατάσταση, ωστόσο, βρισκόταν κάτω από τον απόλυτο έλεγχο του σκληροπυρηνικού Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος ήταν εκ των ηγετών της οργάνωσης ΤΜΤ.

 

Η ΤΜΤ ιδρύθηκε το 1958 με τη βοήθεια του τουρκικού στρατού, αλλά και με τις ευλογίες των Αγγλων. Η οργάνωση, η οποία αποτελεί παρακλάδι των Γκρίζων Λύκων στην Κύπρο, βοήθησε στην εφαρμογή του βρετανικού δόγματος "διαίρει και βασίλευε", αφού χρησιμοποιήθηκε από τους Αγγλους ως αντίβαρο στην ΕΟΚΑ. Ηγετικό στέλεχος της οργάνωσης ήταν εξαρχής ο Ραούφ Ντενκτάς, εισαγγελέας τότε του αποικιοκρατικού καθεστώτος. Μετά το τέλος του αγώνα της ΕΟΚΑ, ενώ απαιτήθηκε από τους Ελληνοκυπρίους να παραδώσουν τον οπλισμό τους, δεν έγινε το ίδιο με την ΤΜΤ, η οποία διατήρησε όλο τον οπλισμό που κατείχε, ενώ συνέχισε να εξοπλίζεται και μετά την υπογραφή των συμφωνιών. Συγκεκριμένα, το βράδυ της 18ης Οκτωβρίου 1959, οκτώ ακριβώς μήνες μετά τη διάσκεψη του Λονδίνου κι ενώ η Κύπρος διένυε τη μεταβατική περίοδο προς την ανεξαρτησία, το αγγλικό ναρκαλιευτικό "Μπούρμαρτον" εντόπισε στις βόρειες ακτές της Κύπρου αλιευτικό σκάφος, το οποίο εκινείτο προς την ακτή με σβηστά τα φώτα. Το αγγλικό περιπολικό καταδίωξε το αλιευτικό, το οποίο άρχισε να απομακρύνεται στα ανοιχτά. Το τριμελές πλήρωμά του, αφού προκάλεσε ρωγμή στο σκάφος, πήδηξε στη θάλασσα και προσπάθησε να διαφύγει κολυμπώντας. Σε λίγα λεπτά το σκάφος, το οποίο ήταν τουρκικό και ονομαζόταν "Ντενίζ", βυθιζόταν παίρνοντας μαζί του το φορτίο όπλων και πυρομαχικών που μετέφερε. Το αγγλικό περιπολικό συνέλαβε τελικά τους τρεις Τούρκους, ενώ περισυνέλεξε δύο κιβώτια με πυρομαχικά.

 

Το Γραφείο Ειδικού Πολέμου

 

Από πρόσφατα δημοσιεύματα στον τουρκικό Τύπο αποκαλύπτεται ότι η αποστολή του "Ντενίζ" δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η μόνη. Το "Ντενίζ" αγοράστηκε από το Ρουμελικαβάκ της Κωνσταντινούπολης ειδικά για τις μεταφορές οπλισμού από το Τάσουτσι της Νότιας Τουρκίας σε Τούρκους της Κύπρου. Η συγκεκριμένη αποστολή τελούσε υπό τις διαταγές του στρατηγού Ντανίς Καραμπελέν, ο οποίος ήταν επικεφαλής τμήματος που εκπαίδευε και καθοδηγούσε την ΤΜΤ στην Κύπρο. Το τμήμα αυτό ονομάστηκε αργότερα Γραφείο Ειδικού Πολέμου. Οι δύο από τους συλληφθέντες ήταν αξιωματικοί του τουρκικού στρατού, οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί στον ανταρτοπόλεμο στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι τρεις Τούρκοι καταδικάστηκαν από δικαστήριο της Κύπρου στις 12 Νοεμβρίου 1959 σε ενός χρόνου φυλάκιση. Την επομένη της καταδίκης τους, ο κυβερνήτης σερ Χιου Φουτ τούς χάρισε την ποινή και οι τρεις Τούρκοι απελάθηκαν στην Τουρκία.

 

Η αποστολή οπλισμού στην Κύπρο, προτού ακόμη εγκαθιδρυθεί η Κυπριακή Δημοκρατία, είναι γεγονός ενδεικτικό των προθέσεων των Τούρκων, οι οποίοι, παρά την αποκάλυψη της αποστολής του "Ντενίζ", συνέχισαν τις αποστολές. Παράλληλα με τον εξοπλισμό και τη στρατιωτική εκπαίδευση κλιμάκωναν τις πιέσεις τους για πλήρη εφαρμογή των συμφωνιών, με επίκεντρο την εμμονή τους στη δημιουργία ξεχωριστών δημαρχείων. Η αντιπαράθεση για το θέμα των δήμων προσέλαβε τελικά διαστάσεις συνταγματικής κρίσης. Αποκορύφωμα αυτού του αδιεξόδου ήταν η εκστρατεία που ανέλαβε ο Μακάριος στο διεθνή χώρο και στο εσωτερικό για να τροποποιήσει το Σύνταγμα. Ο Μακάριος αναφέρθηκε για πρώτη φορά, δημόσια, στα σχέδιά του για αναθεώρηση του Συντάγματος, τον Ιανουάριο του 1962. Πρόθεσή του ήταν να απαλειφθούν από αυτό τα υπερβολικά προνόμια των Τούρκων, για να μπορέσει να λειτουργήσει το κράτος με βάση τους κανόνες της πλειοψηφίας. Ο Μακάριος εξέφρασε επίσης την πρόθεση να καταγγείλει τις συνθήκες εγγυήσεως και συμμαχίας. Το επιχείρημά του ήταν πως η συνθήκη εγγυήσεως έδινε το δικαίωμα σε τρίτα κράτη να αναμειγνύονται σε εσωτερικά θέματα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Θεωρούσε επίσης τις συνθήκες αυτές νομικά ανυπόστατες, διότι παραβίαζαν τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος αποδέχτηκε την Κύπρο ως πλήρες μέλος του.

 

Το διεθνές περιβάλλον

 

Οταν ο Μακάριος εκδήλωσε την πρόθεσή του να αναθεωρήσει το Σύνταγμα, η Μέση Ανατολή ήταν ένα καζάνι που έβραζε. Στις αρχές Ιανουαρίου του 1962 είχε γίνει απόπειρα πραξικοπήματος στο Λίβανο. Η κυβέρνηση της χώρας αυτής κατηγόρησε ανοιχτά την Αγγλία ότι είχε υποκινήσει την ανατροπή της. Προηγήθηκε πραξικόπημα στο Ιράκ, το οποίο έφερε στην εξουσία το στρατηγό Κασέμ. Αποτέλεσμα όλων αυτών των μεταβολών στη Μέση Ανατολή ήταν η πρώτη πετρελαϊκή κρίση, η οποία εκδηλώθηκε με αφορμή μέτρα που πήρε ο στρατηγός Κασέμ εναντίον των πολυεθνικών εταιρειών πετρελαίων. Από τις κρατικοποιήσεις εταιρειών πετρελαίων στο Ιράκ κινδύνευαν να πληγούν τεράστια βρετανικά οικονομικά συμφέροντα.

 

Λόγω των εξελίξεων αυτών η στρατηγική θέση της Κύπρου έγινε ακόμη πιο σημαντική. Οι Αγγλοι ενδιαφέρονταν την περίοδο εκείνη, όσο ποτέ άλλοτε από την κρίση στο Σουέζ, να διασφαλίσουν το μέλλον των βάσεών τους στην Κύπρο. Εξέταζαν μάλιστα και το ενδεχόμενο αεροπορικών επιδρομών εναντίον του Ιράκ από τις βάσεις τους στην Κύπρο. Για να γίνει όμως αυτό, θα έπρεπε να εξασφαλιστεί η συναίνεση του Μακαρίου για απρόσκοπτη χρησιμοποίηση των βάσεων.

 

Η νωχελική αντιμετώπιση εκ μέρους του Μακαρίου του αιτήματος των Αγγλων να συνεργαστεί μαζί τους για αντιμετώπιση της "κρίσης των πετρελαίων", η φιλική προσωπική σχέση που είχε με τον πρόεδρο Νάσερ της Αιγύπτου και η προσκόλλησή του στο Κίνημα των Αδεσμεύτων (η Κύπρος εντάχθηκε στους Αδέσμευτους από το 1961) ενοχλούσε το Λονδίνο. Ολα αυτά τα θέματα θα συζητούσε στη Λευκωσία με τον πρόεδρο Μακάριο ο Βρετανός υπουργός Κοινοπολιτειακών Σχέσεων Ντάνκαν Σαντς, ο οποίος θα έφθανε στην Κύπρο στις 7 Ιανουαρίου 1962, για προγραμματισμένη επίσημη επίσκεψη.

 

Η αναβολή της επίσκεψης

 

Δυο μέρες πριν από την αναχώρηση του Σαντς, κι ενώ είχε ανακοινωθεί το πρόγραμμα της επίσκεψής του, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι λόγω του όγκου των καθηκόντων του Ντάνκαν Σαντς η επίσκεψή του στην Κύπρο αναβαλλόταν. Ταυτόχρονα "διπλωματικοί κύκλοι" άφησαν να διαρρεύσει στον Τύπο ότι η αναβολή του ταξιδιού ήταν συνέπεια των σαφών δηλώσεων του Μακαρίου για τροποποίηση του Συντάγματος. "Από τας δηλώσεις αυτάς (...) γίνεται φανερόν ότι εάν ο κ. Σαντς πρόκειται να εγείρει προς τον Μακάριον το θέμα της εφαρμογής των συμφωνιών και εις ό,τι αφορά την απρόσκοπτον λειτουργίαν των αγγλικών βάσεων εν Κύπρω, εν περιπτώσει συγκρούσεως μεταξύ της Αγγλίας και των αραβικών κρατών, τότε θα εγερθή εκ μέρους της Κύπρου οπωσδήποτε το θέμα της αναπροσαρμογής των συμφωνιών Λονδίνου-Ζυρίχης".

 

Η επίσκεψη του Σαντς στην Κύπρο πραγματοποιήθηκε μερικούς μήνες αργότερα και αποτέλεσε την αρχή της μεταστροφής της αγγλικής πολιτικής στην Κύπρο. Από την άνοιξη του 1963 η Λευκωσία άρχισε να δέχεται μηνύματα από το Λονδίνο ότι έβλεπε με κατανόηση το αίτημα για τροποποίηση του Συντάγματος και ότι θα πίεζε την Τουρκία να συνεργαστεί. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για ένα βρετανικό ελιγμό, ο οποίος είχε σκοπό να σύρει την Κύπρο σε μια συνταγματική περιπέτεια, αποτέλεσμα της οποίας θα ήταν η πρώτη φάση της διχοτόμησης και η εσαεί εξασφάλιση του μέλλοντος των βάσεων στην Κύπρο.

 

Μέχρι πρόσφατα ο ρόλος των Αγγλων στην προσπάθεια τροποποίησης του Συντάγματος, η οποία κατέληξε στην κατάρρευση της Ζυρίχης, ύστερα από τα αιματηρά επεισόδια των Χριστουγέννων του 1963, αποτελούσε ένα μυστήριο. Το ότι ο Μακάριος είχε ενθαρρυνθεί από τους Αγγλους να εισηγηθεί στους Τούρκους την τροποποίηση 13 σημείων του Συντάγματος ήταν κοινό μυστικό. Κανένα τεκμήριο, όμως, δεν δημοσιεύτηκε που να τεκμηριώνει αυτή την πραγματικότητα. Μια ενδιαφέρουσα μαρτυρία για τον παρασκηνιακό ρόλο των Αγγλων περιέγραψε σε βιβλίο του που εκδόθηκε το 1987 ο Ευστάθιος Λαγάκος, ο οποίος το 1963 ήταν επιτετραμμένος στην Κύπρο: "Το τέλος Νοεμβρίου του 1963, η τότε υπουργός Δικαιοσύνης (Στέλλα Σουλιώτη), που αναπλήρωνε τον απουσιάζοντα υπουργό Εξωτερικών, με παρεκάλεσε να σπεύσω στο γραφείο της για μια επείγουσα και ενδιαφέρουσα ανακοίνωση. Οταν έφθασα στο κυπριακό υπουργείο Εξωτερικών, η συμπαθέστατη υπουργός, προς μεγάλη μου απορία, κλείδωσε την πόρτα του γραφείου της και μου είπε ότι θα μου έδειχνε ένα εξαιρετικά σπουδαίο χαρτί. Πράγματι, η υπουργός άνοιξε το χρηματοκιβώτιο και μου έδωσε να διαβάσω ένα δακτυλογραφημένο μνημόνιο, που είχε διορθώσεις και προσθέσεις με το μολύβι. Ηταν τα 13 σημεία και οι χειρόγραφες διορθώσεις από το χέρι του σερ Αρθουρ Κλαρκ".

 

Ο Αρθουρ Κλαρκ ήταν ο ύπατος αρμοστής της Βρετανίας στην Κύπρο και οι χειρόγραφες σημειώσεις του αποτελούν απτή απόδειξη για την ανάμιξη της αγγλικής διπλωματίας στην όλη προσπάθεια. Εντούτοις, αμέσως μετά την αποκάλυψη που έκανε ο Λαγάκος, ο Βρετανός διπλωμάτης σερ Ντέιβιντ Χαντ, ο οποίος υπηρέτησε ως ύπατος αρμοστής στη Λευκωσία από το Μάρτιο του 1965, έστειλε επιστολή στον Ευστάθιο Λαγάκο και σχολίασε το πιο πάνω περιστατικό. Ο Ντέιβιντ Χαντ, αφού ανέφερε πως άκουσε την ίδια ιστορία από Ελληνοκύπριο πολιτικό όταν υπηρετούσε στην Κύπρο, συνέχισε: "Δυσκολεύτηκα να το πιστέψω, παρ' όλο που ήξερα ότι ο πληροφοριοδότης μου ήταν ένας πολύ έντιμος άνθρωπος. Ερεύνησα τους υπηρεσιακούς φακέλους και ρώτησα μέλη του επιτελείου του που ήταν εκεί τον καιρό του Αρθουρ Κλαρκ. Δεν βρέθηκε ίχνος πρακτικού στο οποίο να έχει καταγραφεί μια τέτοια διαβούλευση ούτε αντίγραφα τηλεγραφημάτων για το θέμα αυτό. Φαίνεται συνεπώς βέβαιο ότι το Λονδίνο δεν είχε ενημερωθεί ούτε είχε ερωτηθεί". Ετσι ο Ντέιβιντ Χαντ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι "οι συνομιλίες μεταξύ αρχιεπισκόπου Μακαρίου και Αρθουρ Κλαρκ θα έγιναν πάνω σε καθαρά προσωπική βάση".

 

Αν και η αγγλική διπλωματία ποτέ μέχρι σήμερα δεν έχει παραδεχτεί οποιαδήποτε ανάμιξη στην πρωτοβουλία του Μακαρίου να προτείνει αναθεώρηση του Συντάγματος, στο βρετανικό δημόσιο αρχείο υπάρχουν δεκάδες έγγραφα, τα οποία φωτίζουν πλήρως τις παρασκηνιακές ενέργειες των Αγγλων. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται και έγγραφη οδηγία στον Αρθουρ Κλαρκ να εκφράσει απόψεις επί του περιεχομένου των εισηγήσεων του Μακαρίου για τροποποίηση του Συντάγματος! Το γεγονός ότι αυτή η αλληλογραφία δεν υπήρχε στους φακέλους της Υπατης Αρμοστείας στη Λευκωσία απλώς ενισχύει τα ερωτηματικά για τα κίνητρα των Αγγλων.


Μακάριος Δρουσιώτης

21/07/1997