Η Ρωσία και προεδρία Τάσσου Παπαδόπουλου
- Εισαγωγή
Από το 1960 μέχρι το 1990 η Κύπρος, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, ήταν υπό την επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης, αρχικά μέσω της αντιδυτικής συνεργασίας του Μακαρίου με τη Μόσχα και στη μετά Μακάριο εποχή της συνεργασίας του ΑΚΕΛ με το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ.
Το 1990 ο δεσμός αυτός κόπηκε απότομα λόγω της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης. Ακολούθησε η εκλογή του Κληρίδη, το 1993, στην προεδρία της ΚΔ.
Η δεκαετία Κληρίδη ήταν η μόνη δεκαετία στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας, χωρίς επιρροή της Μόσχας στις πολιτικές εξελίξεις. Σε αυτό το παράθυρο ελευθερίας από τη Σοβιετική επικυριαρχία, η Κύπρος έγινε μέλος της ΕΕ, αποχώρησε από το Κίνημα των Αδεσμεύτων και πήρε δυτικό προσανατολισμό.
Η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ έγινε εφικτή λόγω της σωστής αξιοποίησης της συγκυρίας της μεγάλης διεύρυνσης του 2004, από τον πρωθυπουργό Σημίτη και τον πρόεδρο Κληρίδη. Ωστόσο, η ένταξη στην ΕΕ σχεδιάστηκε για να είναι συμβατή με τις νέες γεωπολιτικές ισορροπίες της περιοχής.
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ ήταν το εθνικό της πρόβλημα. Αυτό ξεπεράστηκε με μια πολιτική συνεννόηση στο τρίπτυχο:
- Λύση του Κυπριακού.
- Ένταξη της ενωμένης Κύπρου στην ΕΕ.
- Έναρξη ενταξιακών διαπραγματεύσεων Τουρκίας – ΕΕ.
Με την υλοποίηση αυτού του σχεδιασμού η Κύπρος θα αποδεχόταν οριστικά τη μοίρα της ότι ανήκει στη δυτική ζώνη επιρροής, ενώ με τη λύση του Κυπριακού θα επιλύονταν τα προβλήματα συνοχής του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο. Μια άλλη παράμετρος ήταν ο εκσυγχρονισμός της Τουρκίας μέσω της διαδικασίας εναρμόνισης με την ΕΕ, έστω κι αν υπήρχαν ισχυρές αμφιβολίες στο κατά πόσον η πλήρης ένταξη θα γινόταν ποτέ εφικτή.
Η πολιτική της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ με την ταυτόχρονη λύση του Κυπριακού εκτροχιάστηκε λόγω της αρνητικής επιρροής που διαδραμάτισαν – σε συντονισμό - δύο σημαντικοί παράγοντες, ένας τοπικός και ένας διεθνής:
- Ο τοπικός παράγοντας ήταν ο νέος γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ Δημήτρης Χριστόφιας και
- ο διεθνής η ανασύνταξη του ρωσικού παράγοντα, μετά το χάος που προκάλεσε η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης.
Ο Χριστόφιας διαδέχτηκε το 1989 τον επί 40 σχεδόν χρόνια γενικό γραμματέα του ΑΚΕΛ Εζεκία Παπαϊωάννου. Ο Χριστόφιας εκπαιδεύτηκε στη Κομματική Σχολή Λένιν στη Μόσχα η οποία ήταν φυτώριο παραγωγής αφοσιωμένων ηγετών του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Από τη Σχολή Λένιν είχαν αποφοιτήσει μεταξύ άλλων κομμουνιστές ηγέτες, όπως ο Νίκος Ζαχαριάδης του ΚΚΕ, ο Γιαουρζέσκι της Πολωνίας, ο Χόνεκερ της Ανατολικής Γερμανίας κ.α.
Ο Χριστόφιας ήταν δημιούργημα του «κομματικού σωλήνα» του ΚΚΣΕ και προετοιμαζόταν για γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ πολλά χρόνια πριν από το θάνατο του Παπαϊωάννου. Ο Χριστόφιας είχε αποκτήσει σοβιετική κουλτούρα και ήταν αφοσιωμένος στο διεθνή κομμουνιστικό κίνημα με θρησκευτική ευλάβεια.
Το 1992 το ΑΚΕΛ διασπάστηκε ως παρενέργεια της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ. Το ΑΔΗΣΟΚ που ιδρύθηκε από τα μετριοπαθή στελέχη που αποχώρησαν, απέτυχε να κεφαλαιοποιήσει τη συγκυρία και να εδραιωθεί ως εναλλακτική παράταξη της Αριστεράς. Ο Χριστόφιας κατάφερε και διατήρησε τη συνοχή του ΑΚΕΛ. Το Κόμμα όχι μόνο επιβίωσε της κατάρρευσης της ΕΣΣΔ, αλλά αύξησε τα εκλογικά του ποσοστά. Ωστότο, το 1993, όταν ο Κληρίδης εξελέγη πρόεδρος σε συνεργασία με το ΔΗΚΟ, έσπασε το «μονοπώλιο» του ΑΚΕΛ με τα κόμματα του κέντρου.
Το 2000, όταν η Κύπρος μπήκε στην τελική ευθεία για την ένταξη στην ΕΕ, ο Χριστόφιας έθεσε στρατηγικό του στόχο την ανασύνταξη της συμμαχίας με το ΔΗΚΟ και την ΕΔΕΚ με σημείο αναφοράς τις προεδρικές εκλογές του 2003 και με υποψήφιο τον Τάσσο Παπαδόπουλο, ο οποίος είχε διαδεχτεί τον Σπύρο Κυπριανού στην ηγεσία του ΔΗΚΟ.
Αυτές οι ανακατατάξεις στο εσωτερικό πολιτικό σύστημα της Κύπρου συνέπεσαν με την προσπάθεια ανασύνταξης της Ρωσίας ως αντίπαλου δέους στην επικυριαρχία των ΗΠΑ.
Με αφορμή την αδυναμία της Μόσχας να αντιδράσει στην τροπή που είχε πάρει ο εμφύλιος στη Γιουγκοσλαβία και ειδικά στις εξελίξεις που οδήγησαν στην ανεξαρτητοποίηση του Κοσσόβου, οι δομές εξουσίας της πρώην Σοβιετικής Ένωσης ανέδειξαν τον Βλαντιμίρ Πούτιν νέο ηγέτη της Ρωσίας. Ο Ο Πούτιν – πρώην πράκτορας της KGB - θα αναλάμβανε την αποστολή να επανακτήσει η Ρωσία την αίγλη της παγκόσμιας υπερδύναμης που είχε απολέσει μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
- Το Σχέδιο Ανάν
Στη βάση του σχεδιασμού λύση, ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, ενταξιακές διαπραγματεύσεις Τουρκίας – ΕΕ, άρχισαν το 1999 οι συνομιλίες Κληρίδη – Ντενκτάς. Στόχος ήταν η επίτευξη συμφωνίας πριν από την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. Η ΕΕ θα αποφάσιζε για τη μεγάλη διεύρυνση στη διάσκεψη της Κοπεγχάγης, τον Δεκέμβριο του 2002.
Τον Νοέμβριο του 2002 υπήρξε η κυβερνητική αλλαγή στην Τουρκία. Στην εξουσία ανήλθε το ΑΚΡ με ηγέτη τον Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος υιοθέτησε το δόγμα λύση του Κυπριακού, ένταξη όλης της Κύπρου στην ΕΕ, ενταξιακές για την Τουρκία.
Στα τέλη του 2002, όταν θα αποφασιζόταν η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, θεωρητικά ήταν όλα στη θέση τους για να επιτευχθεί ο σημαντικός στόχος της επίλυσης του Κυπριακού:
- Στην Κύπρο ήταν πρόεδρος ο Γλαύκος Κληρίδης.
- Στην Ελλάδα πρωθυπουργός ο Κώστας Σημίτης.
- Στην Τουρκία ηγέτης ο Ταγίπ Ερντογάν.
- Η Κύπρος ήταν έτοιμη για ένταξη στην ΕΕ με τη σύμφωνο γνώμη όλων των κομμάτων.
- Οι Τουρκοκύπριοι διαδήλωναν στους δρόμους κατά του Ντενκτάς επιζητώντας λύση και ταυτόχρονη ένταξη στην ΕΕ.
- Η ΕΕ ήταν έτοιμη να αρχίσει ενταξιακές διαπραγματεύσεις με την Τουρκία.
Αυτή η ιστορική συγκυρία κινδύνευε να χαθεί λόγω των προεδρικών εκλογών του Φεβρουαρίου 2003 στην Κύπρο. Το ΑΚΕΛ είχε προκρίνει την υποψηφιότητα του Τάσσου Παπαδόπουλου, στο πλαίσιο της προσέγγισης Χριστόφια για αναστήλωση της συνεργασίας του ΑΚΕΛ με το εθνικιστικό κέντρο.
Στις αρχές Νοεμβρίου 2002 ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν, ενεργώντας και σε διαβούλευση με την ΕΕ[1] προετοιμαζόταν να υποβάλει ολοκληρωμένο σχέδιο λύσης του Κυπριακού, ενόψει της Συνόδου για τη διεύρυνση του Δεκεμβρίου, στην Κοπεγχάγη.
Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Κώστας Σημίτης βολιδοσκόπησε τον Χριστόφια για σύντομη παράταση της θητείας Κληρίδη για να ολοκληρώσει τις συνομιλίες. Ο Χριστόφιας απέρριψε την πρόταση διότι η προτεραιότητά του δεν ήταν η λύση του Κυπριακού - και μάλιστα με δυτικές προδιαγραφές – αλλά η ανασύνταξη της συμμαχίας ΑΚΕΛ – ΔΗΚΟ –ΕΔΕΚ.
Ο Χριστόφιας όχι μόνο αποθάρρυνε την κορύφωση της πρωτοβουλίας λύσης, αλλά ήταν ο πρώτος που δαιμονοποίησε τις προθέσεις του γενικού γραμματέα των Η.Ε. και εκείνων «που κρύβονται πίσω από τις πρωτοβουλίες του».[2]
Πριν καν κατατεθεί το σχέδιο ο Χριστόφιας προειδοποιούσε το διεθνή παράγοντα ότι θα το απέρριπτε: «Ας μην μας υποχρεώσουν με σχέδια λύσης απαράδεχτα, να πούμε αυτό που δεν θέλουμε να πούμε. Ας μην μας υποχρεώσουν να πούμε το μεγάλο ΟΧΙ. Ας μην θυσιάσουν για μια ακόμα φορά την Κύπρο και το λαό της στο βωμό της νέας τάξης πραγμάτων. Γιατί θα πούμε με αποφασιστικότητα και το μεγάλο ΟΧΙ».[3]
Ο Χριστόφιας είχε γυρίσει το Κυπριακό στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου και αντιμετώπιζε την πρωτοβουλία σαν ένα είδος συνωμοσίας των Αμερικανών και απέρριπτε τη διασύνδεση της ένταξης στην ΕΕ με τη λύση. «Δεν πρόκειται να ξεπουλήσουμε τον τόπο μας χάριν της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή την περίοδο γινόμαστε μάρτυρες μεθοδεύσεων από την πλευρά του Αμερικανοβρετανικού παράγοντα, η λύση του Κυπριακού να γίνει προϋπόθεση για την ένταξη».[4]
Το σχέδιο του Κόφι Ανάν υποβλήθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2002, όμως δεν κατέστη δυνατή μια συμφωνία πριν την απόφαση για ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, τον Δεκέμβριο του 2002, λόγω της άρνησης του Ραούφ Ντενκτάς να συνεργαστεί και της αδυναμίας της νέας τουρκικής κυβέρνησης να του επιβληθεί.
Τον Δεκέμβριο του 2002 η ΕΕ αποφάσισε την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ από την 1η Μαΐου 2004. Η ένταξη αφορούσε όλη την επικράτεια και αναστολή στην εφαρμογή του κεκτημένου στο κατεχόμενος μέρος.
Τον Φεβρουάριο του 2003 ο Τάσσος Παπαδόπουλος εξελέγη πρόεδρος. Ένα μήνα μετά, ο Γενικός Γραμματέας του ΗΕ Κόφι Ανάν συγκάλεσε σύνοδο στη Χάγη, με σκοπό την υπογραφή λύσης και ένταξης ολόκληρης της Κύπρου στην ΕΕ. Ο Ραούφ Ντενκτάς οδήγησε ξανά τη διαδικασία σε αδιέξοδο.
Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος εξέφρασε τη βαθύτατη λύπη του για την αποτυχία της διάσκεψης. Στηριζόμενος στην ασφάλεια της αδιαλλαξίας του Ντενκτάς επέμενε σε λύση με βάση το σχέδιο Ανάν, πριν την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ. , την 1η Μαρτίου 2004. Στα τέλη του 2003 έστειλε και επιστολή στο Γενικό Γραμματέα ζητώντας του να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία για επίτευξη λύσης πριν από την 1η Μαΐου 2004.
Τον Ιανουάριο του 2004 ο Κόφι Ανάν εξασφάλισε τη συναίνεση του πρωθυπουργού της Τουρκίας Ταγίπ Ερντογάν για μια δεσμευτική διαδικασία συνομιλιών, που θα κατέληγε σε επιδιαιτησία και δημοψηφίσματα, πριν την 1η Μαΐου 2004. Η ηγεσία Παπαδόπουλου – Χριστόφια, στηριζόμενη στην άρνηση του Ντενκτάς, δεν ανησύχησε ιδιαίτερα.
Στις 12 Φεβρουαρίου 2004 ο Κόφι Ανάν κάλεσε σε συνάντηση στη Νέα Υόρκη τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο και τον Ραούφ Ντνεκτάς για να του απαντήσουν αν αποδέχονταν την πρόταση του για επιδιαιτησία και δεσμευτικά δημοψηφίσματα. Στην πρόσκληση αναφερόταν πως αποδοχή της πρόσκλησης θα συνεπαγόταν και αποδοχή της προτεινόμενης διαδικασίας.
Η τουρκική κυβέρνηση είχε δεσμεύσει τον Ντενκτάς να ανταποκριθεί στην πρόσκληση και να παρουσιάσει την εξής φόρμουλα:
- Συνομιλίες Παπαδόπουλου – Ντενκτάς στη Λευκωσία μέχρι το τέλος Μαρτίου.
- Διάσκεψη με τη συμμετοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας για γεφύρωση των διαφορών.
- Επιδιαιτησία του γενικού γραμματέα αν υπήρχαν αγεφύρωτες διαφορές.
- Παραπομπή του τελικού σχεδίου σε ξεχωριστά δημοψηφίσματα, με στόχο την ένταξη όλης της Κύπρου στην ΕΕ, πριν από την 1η Μαΐου 2004.
Ο Παπαδόπουλος αιφνιδιάστηκε όταν ο Ντενκτάς αποδέχτηκε τη δεσμευτική διαδικασία που θα κατέληγε σε δημοψηφίσματα και την αποδέχτηκε και ο ίδιος. Στις πρώτες του δηλώσεις παρουσίασε τη συμφωνία ως επιτυχία της δικής του πολιτικής:
«Οι χειρισμοί της δικής μας πλευράς οδήγησαν την τουρκοκυπριακή πλευρά πίσω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με βάση το σχέδιο Ανάν που μέχρι χθες το αποκαλούσε «νεκρό και θαμμένο».[5]
- Η Ρωσία και το Σχέδιο Ανάν
Το 2003 η Κύπρος είχε εξασφαλίσει την ένταξη της στην ΕΕ επειδή για πρώτη φορά είχε χειραφετηθεί από τη Σοβιετική Ένωση, λόγω της κατάρρευσης του κομμουνιστικού καθεστώτος. Το 2004 το Κυπριακό βρέθηκε, για πρώτη φορά από το 1974, σε τροχιά λύσης.
Σε αυτή την ιστορική καμπή του Κυπριακού εμφανίστηκε στο προσκήνιο η Ρωσία, με πρόθεση να ανακόψει την πορεία των εξελίξεων.
Η κορύφωση της διαδικασίας λύσης από τα Ηνωμένα Έθνη συνέπεσε με την αλλαγή φρουράς στο Υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας. Ο Σεργκέι Λαφρόφ, μόνιμος αντιπρόσωπος της Ρωσίας στα Ηνωμένα Έθνη, ανέλαβε τον Φεβρουάριο του 2004 την ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών της χώρας.
Πριν από τη συνάντηση του Κόφι Ανάν με τους Παπαδόπουλο και Ντενκτάς στη Νέα Υόρκη, ο Λαβρόφ, όντας ακόμα Μόνιμος Αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ, είχε καλέσει τον γενικό γραμματέα να ενημερώσει το Συμβούλιο Ασφαλείας για τις προθέσεις του.[6]
Η πρώτη δημόσια διαφωνία της Ρωσίας για την υπό εξέλιξη διαδικασία διατυπώθηκε από τον αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Βλαντίμιρ Τζιζόφ[7] στις 23 Φεβρουαρίου 2004, σε συνέδριο στο Βερολίνο. Ο Τζιζόφ χαρακτήρισε της προσπάθεια επίλυσης του Κυπριακού με γρήγορες διαδικασίες επικίνδυνη:
«…attempts with one stroke to cut the "Gordian knot" have unforeseen long-term consequences here. It would be useful for those to see that who count on a rapid breakthrough in the settlement of such a chronic problem as Cyprus».[8].
Ενόσω στη Λευκωσία τέθηκε σε εφαρμογή το πρώτο σκέλος της συμφωνίας της Νέας Υόρκης και διεξάγονταν συνομιλίες Παπαδόπουλου – Ντενκτάς, ο νέος υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Λαβρώφ, σε συνέντευξη τύπου στη Μόσχα, στις 17 Μαρτίου 2004, διατύπωσε τη διαφωνία της Ρωσίας και άφησε αιχμές κατά της ελληνοκυπριακής πλευράς που την είχε αποδεχτεί:
«Εμείς αμφισβητήσαμε το γεγονός ότι η συμφωνία για την ενοποίηση της Κύπρου θα ανταποκρινόταν πλήρως στην αρχή της εθελούσιας αποδοχής της. Τελικά, τα ίδια τα μέρη διέλυσαν τις αμφιβολίες μας».[9]
We had some doubts regarding the last scheme, when the idea was put forward that in case of failure in the talks between the two Cyprus parties and in the talks with participation by Greece and Turkey, the UN Secretary General would offer his solutions on the specific problems left unresolved. We doubted that the agreement on the unification of Cyprus would fully live up to the voluntary principle. In the end the parties themselves have dispelled our doubts. Both Greece and Turkey have agreed that the UN Secretary General has received that right.
Την επομένη των δηλώσεων του Λαβρόφ υπήρξε τηλεφωνική επικοινωνία με τον Πρόεδρο Παπαδόπουλο. Το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας ανακοίνωσε πως συμφωνήθηκε ότι υπήρχε αναγκαιότητα για μια δίκαιη και βιώσιμη λύση του κυπριακού προβλήματος «μέσω της επίτευξης κοινά αποδεκτών συμφωνιών χωρίς εξωτερικές πιέσεις».[10]
Ο Παπαδόπουλος, ο οποίος δεν ήταν καθόλου ευτυχής με την τροπή που είχαν πάρει οι εξελίξεις, βρήκε ισχυρό σύμμαχο για να τις ανατρέψει.
Ο Παπαδόπουλος με τη συναίνεση του ΑΚΕΛ – έχοντας και τις πλάτες της Ρωσίας στο Συμβούλιο Ασφαλείας – εφάρμοσε στρατηγική μη εφαρμογής της συμφωνίας της Νέας Υόρκης και αποτροπής των δημοψηφισμάτων. Ύστατο ανάχωμα αντίδρασης ήταν η απόρριψη του σχεδίου από το λαό.
Συνεργάτης σε αυτή τη στρατηγική ήταν και ο Ραούφ Ντενκτάς, ο οποίος διαφωνούσε με τη φιλοσοφία του Σχεδίου Ανάν το ίδιο έντονα με τον Παπαδόπουλο. Στις συνομιλίες που διεξάγονταν και τα δύο μέρη υπονόμευσαν τη διαδικασία με ένα διαρκές blame game. Ως εκ τούτου, η πρώτη φάση της συμφωνίας της Νέας Υόρκης όχι μόνο δεν απέδωσε τίποτα, αλλά βάθυνε το κλίμα καχυποψίας κατά του δυτικού παράγοντα και των Ηνωμένων Εθνών.
Την τελευταία εβδομάδα του Μαρτίου 2004 η διαδικασία πέρασε στη δεύτερη φάση, με την πραγματοποίηση της διάσκεψης στο Μπούργκερστογκ, με τη συμμετοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας. Και αυτή η φάση της διαδικασίας αξιοποιήθηκε για να προετοιμάσει το λαό να απορρίψει, παρά να αποδεχτεί το σχέδιο λύσης. Ο Ντενκτάς αρνήθηκε να συμμετέχει και ο Παπαδόπουλος εγκατέλειψε τη συνάντηση για να παραστεί στο Συμβούλιο της ΕΕ στις Βρυξέλλες.
Ο Παπαδόπουλος αρνήθηκε να διαπραγματευτεί διότι δεν ήταν στις προθέσεις του ένα καλύτερο σχέδιο λύσης. Αντί αυτού συζητούσε στο περιθώριο με τον γιο του Ραούφ Ντενκτάς, Σερντάρ, τρόπους για τη ματαίωση των δημοψηφισμάτων.
Με την ολοκλήρωση της δεύτερης φάσης, ο γενικός γραμματέας θα περνούσε – αναγκαστικά - στην τρίτη φάση, που ήταν η επιδιαιτησία.
Πριν από το στάδιο αυτό, το υπουργείο Εξωτερικών της Ρωσίας τοποθετήθηκε με ανακοίνωση του, λέγοντας ότι ο Κόφι Ανάν έπρεπε να υποβάλει ένα «ισορροπημένο τελικό έγγραφο» το οποίο στο μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, θα λάμβανε υπόψη τα συμφέροντα των δύο μερών στην Κύπρο. Το Ρωσικό ΥΠΕΞ απέρριπτε εκ προοιμίου τον επιδιαιτητικό ρόλο των Ηνωμένων Εθνών:
«Είμαστε πεπεισμένοι ότι οι προσπάθειες που καταβάλλονται τώρα υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, μπορούν να στεφθούν με επιτυχία μόνο υπό την προϋπόθεση της εθελοντικής συναίνεσης των ίδιων των Κυπρίων - Ελλήνων και Τούρκων».[11]
Την 31 Μαρτίου 2004 ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν υπέβαλε το τελικό σχέδιο του. Η πρώτη δημόσια αντίδραση του Προέδρου Παπαδόπουλου, στο αεροδρόμιο Λάρνακας αμέσως μετά την επιστροφή του στην Κύπρο, ήταν πως το τελικό σχέδιο δεν ήταν ισορροπημένο, επειδή ο γενικός γραμματέας ευνόησε την τουρκική πλευρά στην επιδιαιτησία, διαπίστωση που ουδόλως ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Μετά την ολοκλήρωση και της συμφωνημένης διαδικασίας, ο Παπαδόπουλος έκανε χρήση της υστάτης επιλογής που είχε: να απορρίψει το σχέδιο ο λαός στο δημοψήφισμα.
Η μοίρα του σχεδίου θα κρινόταν σε σημαντικό βαθμό από τη στάση του ΑΚΕΛ. Το ΑΚΕΛ είχε υιοθετήσει για δεκαετίες τη διεθνιστική προσέγγιση της σοβιετικής προπαγάνδας, ότι οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι δεν είχαν τίποτε να μοιράσουν και ότι μπορούσαν να ζήσουν σε συνθήκες ειρήνης και ευημερίας, αν τους άφηνε ανενόχλητους ο διεθνής ιμπεριαλισμός. Η ρητορική της συνύπαρξης, υπό το σύνθημα «οι Τούρκοι της Κύπρου δεν είναι εχθροί μας, είναι αδελφοί μας», δημιούργησε στη κομματική βάση του ΑΚΕΛ μια κουλτούρα λύσης.
Το ΑΚΕΛ βρέθηκε το 2004 στο μεγαλύτερο δίλημμα της ιστορίας του: Να αποδεχτεί ένα σχέδιο λύσης, το οποίο σύμφωνα με την ανάλυση της ίδιας της Κεντρικής Επιτροπής του κόμματος επανένωνε τη χώρα και το λαό σε ένα κράτος με μια μόνη κυριαρχία και την απάλλαζε από τα τουρκικά στρατεύματα, αλλά ταυτόχρονα θα επούλωνε μια πληγή του ΝΑΤΟ και θα εξυπηρετούσε τα γεωπολιτικά συμφέροντα της Δύσης; Ή να απορρίψει το σχέδιο και να ακυρώσει την πολιτική του παρακαταθήκη υπέρ της συνύπαρξης και της συμβίωσης;
Στις 9 Απριλίου 2004 το Πολιτικό Γραφείο του ΑΚΕΛ αποφάσισε να αποδεχτεί το σχέδιο και παρέπεμψε την απόφαση στην ΚΕ για τις 10 Απριλίου. Πριν ολοκληρωθεί η συζήτηση στην ΚΕ, ο γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ Δημήτρης Χριστόφιας διέκοψε τη συνεδρία και ανάβαλε την απόφαση για την επόμενη μέρα. Την επομένη το πρωί το Πολιτικό Γραφείο αναθεώρησε την εισήγηση του και υπέβαλε νέα πρόταση στην ΚΕ, για αναβολή των δημοψηφισμάτων, όχι επειδή δεν αποτελούσε μια αποδεχτή πρόταση, αλλά επειδή υπήρχαν ανησυχίες για την εφαρμογή του.
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ κίνησε τις διαδικασίες για να εγκριθεί ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας με το οποίο θα παραχωρούσε αυξημένες αρμοδιότητες στην ειρηνευτική δύναμη του ΟΗΕ για την εφαρμογή της λύσης. Μια τέτοια απόφαση θα δυσκόλευε το ΑΚΕΛ να στηρίξει τα επιχειρήματα του για τις εγγυήσεις εφαρμογής της λύσης.
Σε αυτή τη φάση υπήρξε η δεύτερη παρέμβαση της Ρωσίας στις εξελίξεις.
Η Μόσχα έδωσε χείρα βοηθείας, υιοθετώντας τις «ανησυχίες» του ΑΚΕΛ. Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Ιακώβου, ο οποίος ήταν της απολύτου εμπιστοσύνης του Χριστόφια, επισκέφθηκε εκτάκτως τη Μόσχα, την παραμονή της συζήτησης στο Συμβούλιο Ασφαλείας και είχε συνομιλίες με τον Σεργκέι Λαβρόφ.
Ο Λαβρόφ, με δηλώσεις του, επανάλαβε της πάγιες θέσεις της Ρωσίας για λύση με βάση τα ψηφίσματα η οποία θα ήταν αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των δύο πλευρών, «χωρίς την επιβολή σε αυτούς οποιασδήποτε λύσης». without imposing on them any solutions.
«Γνωρίζουμε ότι η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας έχει ανησυχίες σχετικά με τις εγγυήσεις για την ασφάλεια στο πλαίσιο μιας συνολικής διευθέτησης. Είμαστε έτοιμοι να εξετάσουμε τρόπους για την εξάλειψη αυτών των ανησυχιών, που θα είναι αποδεκτές από όλους, και πάνω απ’ όλα από την κυβέρνηση της Κύπρου».[12]
Στις 22 Απριλίου 2004 η Ρωσία, για πρώτη φορά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, άσκησε βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας στο ψήφισμα για την ενίσχυση του ρόλου της UNFICYP.
Μετά από τη ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας, ο Χριστόφιας έδωσε συνέντευξη τύπου στη Λευκωσία και ανακοίνωσε ότι «το ΑΚΕΛ λέγει ''όχι'' στο δημοψήφισμα, επειδή δεν εισακούστηκαν τα αιτήματά του. «Θέλουμε συγκεκριμένα μέτρα τα οποία θα εγγυούνται την εφαρμογή της λύσης για να εξασφαλίσουμε το 'ναι' από τη μεγάλη πλειοψηφία του κόσμο, ώστε να τσιμεντώνεται η εφαρμογή μιας δύσκολης λύσης με τα αναγκαία πρακτικά μέτρα και εγγυήσεις».[13]
Μερικά συμπεράσματα για την απόφαση του ΑΚΕΛ:
Ο Τάσσος Παπαδόπουλος οικοδόμησε τη στρατηγική της απόρριψης του Σχεδίου σε συνεργασία με τη Μόσχα. Ο Ρωσία είχε συναισθηματική και άλλη επιρροή στον Χριστόφια την οποία θα πρέπει να χρησιμοποίησε την κρίσιμη στιγμή για να γείρει την πλάστιγγα προς το «όχι». Εξάλλου, ο τρόπος που συμπεριφέρθηκε το ΑΚΕΛ ήταν πανομοιότυπος με το προηγούμενο του 1977, όταν μετά από σοβιετική παρέμβαση, απέρριψε το αμερικανοκαναδικό σχέδιο.
Η «συμμαχία» του Παπαδόπουλου με τη Μόσχα για την συνολική αποδόμηση του Σχεδίου δεν μπορεί να έγινε ερήμην του Χριστόφια. Ο υπουργός Συγκοινωνιών Κίκης Καζαμίας, ο οποίος διαφώνησε και παραιτήθηκε από υπουργός της κυβέρνησης Παπαδόπουλου, καταμαρτύρησε ότι κατά την υποβολή της παραίτησης του, ο Τάσσος Παπαδόπουλος του αποκάλυψε ότι «δεν έκανε τίποτα μόνος του», αλλά σε συνεννόηση με τον Χριστόφια.
Ο ίδιος ο Χριστόφιας, μιλώντας λίγους μήνες αργότερα στο ραδιόφωνο του ΡΙΚ, είπε ότι «η μοναδική τους διαφωνία ήταν ο τρόπος με τον οποίο ο κ. Πρόεδρος απηύθυνε το διάγγελμα υπέρ του ΟΧΙ στον Κυπριακό Λαό».[14]
Ποια ήταν όμως τα κίνητρα της Ρωσίας για να μη λυθεί το Κυπριακό;
Με το βέτο η Ρωσία επανέκτησε στο Συμβούλιο Ασφαλείας το κύρος της σαν παγκόσμια δύναμη και κατέγραψε το ενδιαφέρον της για την ανατολική Μεσόγειο. Με τη μη λύση του Κυπριακού θα πλήττονταν οι ευρωπαϊκές φιλοδοξίες της Τουρκίας που θα παρέμενε ένας εν δυνάμει εταίρος της Ρωσίας.
Το επεξήγησε σε ραδιοφωνική συζήτηση την επομένη της άσκηση του βέτο, ο Αλεξάντερ Ντούγκιν, ο οποίος «είναι ένα είδος γκουρού του νέου επιθετικού ρωσικού ιμπεριαλισμού, με απόκρυφα γεωπολιτικά οράματα για μία ρωσική κυριαρχία από την Ασία έως την Ευρώπη, σε αντίστιξη στον μισητό φιλελευθερισμό της Δύσης».[15]
«Το βέτο της Ρωσίας έχει γεωπολιτικό υπόβαθρο. Θέλω να επιστήσω την προσοχή σας στο ότι αυτή η λύση προετοιμάστηκε με πρωτοβουλία των Αγγλοσαξονικών χωρών, των ΗΠΑ και της Βρετανίας και έχει σκοπό να ενισχύσει τη μονοπολική κοινωνία στο κόσμο και ειδικά στη Μεσόγειο. Αυτή η λύση είναι μια πρωτοβουλία να επιλυθεί το Κυπριακό με βάση το αμερικανικό σενάριο».
Σύμφωνα με τον Ντούγκιν, «εθνικές δυνάμεις στην Τουρκία αποκαρώνονται σταδιακά από τις ΗΠΑ και τις προοπτικές ένταξης στην ΕΕ. Η παγκοσμιοποίηση και ο μονοπολικός κόσμος είναι οι δύο απειλές κατά της κυριαρχίας της Τουρκίας. Τα ζητήματα της Βόρειας Κύπρου και του Κουρδιστάν γίνονται πιο καυστικά για την Τουρκία. Με την απόφαση για βέτο η Ρωσία ακολουθεί μια συνετή και πρωτοπόρα προσέγγιση. Αυτό το βέτο είναι χρήσιμο για τη Βόρεια Κύπρο και για τον Ραούφ Ντενκτάς».
Ο Ντούγκιν είπε στην ίδια συνέντευξη ότι «μέχρι τώρα η Ρωσία υποστήριζε την ελληνική πλευρά, αλλά τώρα υπάρχει η δυνατότητα να υποστηρίξει την Τουρκία, διότι το Κυπριακό και το ζήτημα του Καυκάσου έχουν παρόμοια χαρακτηριστικά».
Η ανάλυση του Ντούκιν επιβεβαιώθηκε από τα γεγονότα που ακολούθησαν, όπου επιβεβαιώθηκε ότι η Μόσχα άσκησε το βέτο για τα δικά της συμφέροντα σε συνεννόηση με την Τουρκία και όχι για τα μάτια της Κύπρου. Όπως δήλωσε τον Αύγουστο του 2004 ο Ρώσος πρέσβης στη Μόσχα Petr Stegniy το βέτο ήταν μια έμμεση επιθυμία της Τουρκίας.[16]
Ο πρόεδρος της Ρωσίας Βλαντιμίρ Πούτιν, μιλώντας σε Τούρκους δημοσιογράφους, την 1η Σεπτεμβρίου 2004, είπε για το βέτο στο Σ.Α.: «Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν υπήρξαν καθόλου αρνητικές αντιδράσεις [για το βέτο] ούτε και από την τουρκική ηγεσία. Αυτό το βέτο δεν ήταν ενάντια στους Τουρκοκύπριους».[17]
Μερικούς μήνες αργότερα, μιλώντας με Τούρκους επιχειρηματίες στην Κωνσταντινούπολη, ο Πούτιν είπε ότι η Μόσχα ψήφισε εναντίον αφού ενημέρωσε εκ των προτέρων την τουρκική πλευρά.[18]
Η τουρκική κυβέρνηση είχε και η ίδια προβλήματα στο εσωτερικό της για την αποδοχή του Σχεδίου Ανάν. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, που ήταν ακόμα ισχυρό σώμα, είχε ανακοινώσει τις επιφυλάξεις του για το Σχέδιο.[19]
Ο ερευνητής Sinan OĞAN ο οποίος μελέτησε την πολιτική της Ρωσίας σε σχέση με το βέτο του 2004, συμπεραίνει ότι «η τουρκική κυβέρνηση έπαιξε με προσοχή το ‘ρωσικό χαρτί’, επειδή ήθελε το ελληνικό ‘όχι’ για να αποδράσει από το Κυπριακό και να ανοίξει ο δρόμος της για την ΕΕ».[20]
Η Τουρκία, που ήταν ενήμερη των μυστικών διαβουλεύσεων μεταξύ Παπαδόπουλου και Ντνκτάς για την κοινή απόρριψη του Σχεδίου, ανέμενε το ελληνοκυπριακό «όχι» και προσδοκούσε σε οφέλη από αυτό.
O Τούρκος υπουργός Εξωτερικών Αμπρουλάχ Γκιούλ δήλωσε πως αν οι Ελληνοκύπριοι έλεγαν όχι στο δημοψήφισμα, ο ίδιος θα ηγείτο εκστρατείας για την αναγνώριση της «ΤΔΒΚ».[21] Και ο πρωθυπουργός Ερντογάν με συνέντευξή του στην ελληνική υπηρεσία του BBC, είχε προειδοποιήσει ότι σε αυτή την περίπτωση (σ.σ. όχι των Ελληνοκυπρίων), οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα πρέπει να αναθεωρήσουν την στάση τους απέναντι στους Τουρκοκύπριους.[22]
Η τουρκική κυβέρνηση φαίνεται ότι είχε διαβεβαιώσεις από την ΕΕ ότι αν υποστήριζε το σχέδιο:
- Θα λαμβάνονταν αποφάσεις για την άρση της οικονομικής απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων.
- Θα άρχισαν έτσι κι αλλιώς ενταξιακές διαπραγματεύσεις Τουρκίας - ΕΕ.
Η ΕΕ τήρησε την υπόσχεση για τις διαπραγματεύσεις και άρχισε διαδικασίες για την έγκριση Κανονισμού για απευθείας εμπόριο των Τουρκοκυπρίων.
Αμέσως μετά το «ναι» των Τουρκοκυπρίων και το «όχι» των Ελληνοκυπρίων στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004, η Τουρκία έθεσε με επιμονή το αίτημα για άρση της οικονομικής απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων. Το θέμα αυτό εξελίχθηκε σε μέγα ζήτημα αντιπαράθεσης της ΚΔ με την Επιτροπή και τελικά πάγωσε. Ο Ερντογάν θα δήλωνε στη συνέχεια ότι η ΕΕ ξεγέλασε την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους.[23]
Αμέσως μετά το κυπριακό δημοψήφισμα ο Πούτιν έκανε επίθεση φιλίας προς την Τουρκία, με άξονα την οικονομική συνεργασία των δύο χωρών. Στο πλαίσιο αυτού του ανοίγματος προς την Τουρκία, η Μόσχα στήριξε ευθύς εξαρχής το αίτημα για άρση της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων. Ο Πούτιν είναι ο μόνος ξένος ηγέτης που αναφέρθηκε δημόσια και κατ’ επανάληψη υπέρ της άρσης της οικονομικής απομόνωσης των Τ/κ.
Στην πρώτη επίσημη αντίδραση του ρωσικού ΥΠΕΞ για το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην Κύπρο, ο εκπρόσωπος τύπου Alexander Yakovenko δήλωσε ότι «η αύξηση του επιπέδου της οικονομικής ανάπτυξης στο βόρειο τμήμα [της Κύπρου] θα βοηθήσει στο να ξεπεραστούν οι υπάρχουσες ανισότητες στο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο των δύο κοινοτήτων».[24]
Στις 14 Ιουνίου 2004 πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη η διάσκεψη Ισλαμικών Κρατών στην οποία παρέστη και ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ, ο οποίος είχε συνάντηση με τον «πρωθυπουργό» Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και τον «ΥΠΕΞ» Σερντάρ Ντενκτάς. Ήταν η πρώτη συνάντηση υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας με αξιωματούχους της «ΤΔΒΚ».
Ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Αμπτουλάχ Γκιούλ, αναφερόμενος στις συνομιλίες που είχε με τον Λαβρόφ στο περιθώριο της διάσκεψης, είπε ότι ο Λαβρόφ «είναι αντίθετος με την απομόνωση των Τ/Κ και ότι θα συνδράμει στην προσπάθεια τερματισμού της».[25]
Η Ρωσία άρχισε να εφαρμόζει το 2004 την ίδια πολιτική που εφάρμοζε το 1974 η Σοβιετική Ένωση:
Να χρησιμοποιεί το Κυπριακό για να υπονομεύει τα συμφέροντα της Δύσης και να αξιοποιεί την κυπριακή διένεξη για να κερδίσει την Τουρκία που ήταν ο μεγάλος στρατηγικός της στόχος. Η αποκοπή της Τουρκίας από την ΕΕ θα άνοιγε τεράστιες προοπτικές στα μεγαλεπήβολα σχέδια του καθεστώτος Πούτιν για τη δημιουργία Ευρασιατικής Ένωσης, υπό τη δική του ηγεμονία.
Τα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξε θεαματική βελτίωση των σχέσεων Ρωσίας – Τουρκίας. Τον Δεκέμβριο του 2004 ο Πούτιν επισκέφθηκε την Τουρκία. Ήταν η πρώτη επίσκεψη Ρώσου αρχηγού κράτους στην Τουρκία, μετά από 32 χρόνια.
Η προγραμματισμένη συνάντηση Πούτιν - Ερντογάν ήταν για μια ώρα και διάρκεσε 2,5 ώρες. Η ανάλυση του Αμερικανού πρέσβη στην Τουρκία Eric Edelman, στηριγμένη στην πληροφόρηση που είχε για το περιεχόμενο των συνομιλιών Πούτιν – Ερντογάν ήταν πως ο στόχος του Πούτιν ήταν να αποσπάσει την Τουρκία από τη Δύση. Τα μηνύματα που ο Πούτιν προσπάθησε να περάσει στον Ερντογάν ήταν πως στην Τουρκία «πρέπει να ξεχάσουν τις "φαντασιώσεις τους (για ένταξη) στην ΕΕ"», ότι «η Τουρκία υποκλίνεται στην ΕΕ. Δεν το χρειάζεται» και ότι ο Πούτιν «στηρίζει πλήρως την Τουρκία, ώστε να μπορεί να αντισταθεί στην ΕΕ».[26]
Όσα είπε ο Πούτιν στον Ερντογάν συνάδουν με την ανάλυση του Αλεξάντερ Ντούγκιν ότι οι λόγοι του ρωσικού βέτο ήταν γεωπολιτικοί. Ο Ντούγκιν ήταν μέρος της αποστολής που συνόδευε τον Πούτιν στην Τουρκία. Σύμφωνα με πληροφορία που επικαλείται ο Αμερικανός πρέσβης, ο Πούτιν έστειλε τον Ντούκιν στην Άγκυρα, πριν από την επίσκεψη του, και είχε συνάντηση με τον στρατηγό Tuncer Kılınç για να συζητήσουν συνένωση με το τουρκικό ευρασιατικό μπλοκ. Ο Ντούγκιν φέρεται να είχε δεσμούς με το βαθύ κράτος της Τουρκίας. Ο Kılınç, υποστηρικτής του ευρασιατικού προσανατολισμού της Τουρκίας, ήταν γενικός γραμματέας του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας την περίοδο 2001-2003 και καταδικάστηκε για την υπόθεση Ergenegon
Παράλληλες σχέσεις είχε ο Ντούγκιν με ακροδεξιές και αριστερές οργανώσεις και προσωπικότητες στην Ελλάδα, που είχαν κοινό παρονομαστή στον αντιδυτικισμό. Ο Ντούγκιν συμπαραστάθηκε με μακροσκελή επιστολή στον πρόεδρο της Χρυσής Αυγής όταν τελούσε υπό δίωξη, ενώ είχε σχέσεις με τον κόσμο της Αριστεράς, από το Μίκη Θεοδωράκη μέχρι τον υπουργό Εξωτερικών στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, Νίκο Κοτζιά.
Η έγκυρη γερμανική εφημερίδα Die Zeit δημοσίευσε ένα άρθρο που βασίζεται σε 700 υποκλαπέντα e-mail του Georgi Gawrisch, γραμματέα στη ρωσική πρεσβεία στην Αθήνα και «όπως φαίνεται μέσα από την ηλεκτρονική του αλληλογραφία, προσπαθούσε να στήσει ένα δίκτυο υποστήριξης στην Ελλάδα ενάντια στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ».
Ο Garwisch, σύμφωνα με το δημοσίευμα, διατήρησε ένα εκτεταμένο δίκτυο επαφών στην Ελλάδα, με προφανή στόχο τη δημιουργία φιλορωσικής και ταυτόχρονα αντιευρωπαϊκής «πλατφόρμας», με χρηματοδότη τον ολιγάρχη Konstantin Malofejew. Ο Malofejew βρίσκεται στη λίστα των προσώπων των οποίων απαγορεύτηκε η είσοδος στην Ευρώπη, ως μέρος των κυρώσεων κατά της Ρωσίας για την επέμβαση στην Ουκρανία.
Ανάμεσα στους συνεργάτες του Αλεξάντερ Ντούκιν στην Ελλάδα συγκαταλέγεται και ο Δημοσιογράφος Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, ο οποίος υπήρξε ανταποκριτής του ΑΠΕ στη Μόσχα Τον Απρίλιο του 2013 όταν ο Ντούγκιν επισκέφθηκε την Ελλάδα έδωσαν μαζί με τον Κωνσταντακόπουλο κοινές συνεντεύξεις. Σύμφωνα με την DE WELT ο Ντούγκιν «εξήγησε στους Έλληνες τις γεωπολιτικές απόψεις του και εξέφρασε τη θέση ότι η Ελλάδα πρέπει να επιλέξει ανάμεσα στην Ευρασία και ναυτικές δυνάμεις (ΗΠΑ, Βρετανία και το ΝΑΤΟ)». [27]
Ο Κωνσταντακόπουλος ήταν στην πρώτη γραμμή μιας ομάδας δημοσιογράφων στην Ελλάδα που στήριξαν με πάθος την πολιτική Τάσσου Παπαδόπουλου στο Κυπριακό. Εξέδωσε το βιβλίο «Η αρπαγή της Κύπρου» στο οποίο παρουσιάζει τη διαδικασία ειρήνευσης στην Κύπρο σαν μέρος μιας δυτικής συνωμοσίας.
Παρά την αντι-τουρκική ρητορική που χρησιμοποιεί στην αρθρογραφία του, ο Κωνσταντακόπουλος, που γνωρίζει ρωσικά και έχει πρόσβαση στις πληροφορίες για τη δράση του Ντούγκιν, απέκρυβε παντελώς από την ανάλυση του την παράμετρο ότι κίνητρα της Μόσχας για τη μη λύση του Κυπριακού ήταν να αποκόψει τη σχέση της Τουρκίας με την ΕΕ για να αποκτήσει μαζί της προνομιακή σχέση.
Με την πάροδο του χρόνου η Τουρκία κατανόησε ότι το «όχι» των Ελληνοκυπρίων δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Στην πρώτη συνάντηση κορυφής Ρωσίας – Τουρκίας, που έγινε τον Ιανουάριο του 2005, ο Ερντογάν ζήτησε από τον Πούτιν να τηλεφωνήσει στον Κόφι Ανάν και να του ζητήσει να επαναφέρει το σχέδιο του. Ο Πούτιν ανταποκρίθηκε, όμως η Ρωσία δεν επέδειξε στην πράξη ενδιαφέρον να δώσει ώθηση στη λύση, προφανώς για να μη δημιουργήσει προοπτικές να στραφεί η Τουρκία προς την ΕΕ.
Στις δηλώσεις του ο Πούτιν τοποθετήθηκε υπέρ της άρσης της απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων. Μιλώντας σε Τούρκους επιχειρηματίες που συνόδευαν τον Τούρκο πρωθυπουργό, ο Πούτιν είπε ότι «η Ρωσία στηρίζει τις προσπάθειες του ΓΓ του ΟΗΕ - και μόλις είχα την ευκαιρία να συζητήσω τηλεφωνικώς το θέμα μαζί του - οι οποίες στόχο έχουν τη διευθέτηση του Κυπριακού, συμπεριλαμβανομένου και του σχεδίου του για ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων με τη βόρεια Κύπρο, για άρση της απομόνωσης που έχει τεθεί εκεί σε εφαρμογή για πολλά χρόνια''.[28]
Οι δηλώσεις Πούτιν προκάλεσαν πάγωμα στην Κύπρο. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Κύπρος Χρυσοστομίδης είπε ότι οι δηλώσεις Πούτιν διαστρεβλώθηκαν. (Το πιο πάνω απόσπασμα είναι από την ιστοσελίδα του Κρεμλίνου).
Ο πρόεδρος Παπαδόπουλος παρενέβη με δηλώσεις του για να διαλύσει τις αμφιβολίες που είχαν δημιουργηθεί για τη στάση της Ρωσίας στο Κυπριακό:
''Νομίζω ότι η υποστήριξη που μας δίνει η Ρωσία είναι βασισμένη σε αρχές και βεβαίως θα πληροφορηθούμε για την επίσκεψη. Νομίζω ότι θα συνεχιστεί η ίδια θέση της Ρωσίας''.[29]
Έξι μήνες αργότερα, ο Ερντογάν και ο Πούτιν συναντήθηκαν στο Σόσιη. Σε δηλώσεις του μετά από συνομιλίες με την τουρκική αντιπροσωπεία, ο Πούτιν επανέφερε το θέμα της άρσης της απομόνωσης:
«Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι ο οριστικός τερματισμός της οικονομικής απομόνωσης του ενός τμήματος του νησιού, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για την κανονική αλληλεπίδραση μεταξύ των δύο τμημάτων του νησιού, κι αυτό να καταστεί η βάση για την πλήρη εξομάλυνση προς το συμφέρον όλων των κατοίκων του νησιού».[30]
Στην Κύπρο ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Κύπρος Χρυσοστομίδης επανέλαβε ότι η ρωσική θέση ''βασίζεται σε αρχές και σεβασμό της νομιμότητας, και με αυτόν τον τρόπο ερμηνεύω τις όποιες δηλώσεις του κ. Πούτιν σε σχέση με το Κυπριακό''.[31]
Ο υπουργός Εξωτερικών Γιώργος Ιακώβου δήλωσε πως ο Πούτιν έκανε τη δήλωσε αυτή, επειδή παρασύρθηκε από τον Ερντογάν:
«Ο Ρώσος Πρόεδρος μίλησε για άρση της "οικονομικής απομόνωσης”, όρο που χρησιμοποίησε αμέσως πριν ο Ταγίπ Ερντογάν. Και υποθέτω, ένας από τους κυρίαρχους στόχους του κ. Ερντογάν ήταν να βάλει κάποιες φράσεις στο στόμα του κ. Πούτιν».
Ο Ιακώβου είπε ότι μετρούσε περισσότερο η θέση του Λαβρόφ και όχι του Πούτιν:
«Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η ρωσική πολιτική στο Κυπριακό δεν πρόκειται να αλλάξει. Είναι αυτή την οποία μας έχει εξηγήσει σαφώς ο κ. Λαβρόφ όταν βρισκόταν στην Κύπρο. […] Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν είχε πει ότι ναι μεν ο ίδιος ασχολείται με το Κυπριακό αλλά ο πραγματικός χειριστής του Κυπριακού εκ μέρους της Ρωσικής Ομοσπονδίας είναι ο κ. Λαβρόφ».[32]
Τον Ιανουάριο του 2005 ο πρόεδρος Παπαδόπουλος επισκέφθηκε τη Μόσχα. Ενόσω η Ρωσία υποδεχόταν επίσημε τον πρόεδρο της Κύπρου στο Κρεμλίνο, ο Ερντογάν τηλεφώνησε στον Πούτιν και ζήτησε τη στήριξη της Ρωσίας για την επίλυση του Κυπριακού και την άρση του εμπάργκο κατά των Τουρκοκυπρίων.
Το γραφείο του Ερντογάν ανακοίνωσε ότι κατά τη συνομιλία ο Πούτιν επιβεβαίωσε ότι «ο βασικός ρόλος για την επίλυση του Κυπριακού ανήκε στα Ηνωμένα Έθνη και ότι η διασφάλιση του διαλόγου μεταξύ των δύο μερών [στην Κύπρο] θα πρέπει να αποτελέσει προτεραιότητα». Η Ρωσία, σύμφωνα με την ανακοίνωση, «θα συνεχίσει να λαμβάνει μέτρα για να υποβοηθήσει την οικονομική βελτίωσης της τουρκικής Κύπρου».[33]
During a telephone conversation with the Russian president on Monday, Erdoğan expressed Ankara's commitment to finding a solution to Cyprus' three-decade partition between its Turkish and Greek communities, the statement said.
Στις δηλώσεις που έκανε ο Πούτιν μετά τη συνάντηση που είχε με τον Παπαδόπουλο ο Πούτιν ήταν εξαιρετικά συγκρατημένος και περιορίστηκε μόνο σε μια γενική τοποθέτηση: «Η Ρωσία πάντοτε διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στο Κυπριακό και θα εξακολουθήσει να διαδραματίζει στο μέλλον, στα πλαίσια των θεσμών που έχουν δημιουργηθεί στα πλαίσια των Ηνωμένων Εθνών».
Απαντώντας ο Παπαδόπουλος εξέφρασε τις ευχαριστίες του επειδή «για δεκάδες έτη η Ρωσία βρέθηκε σταθερός συμπαραστάτης στην υπόθεση της Κύπρου, στα Ηνωμένα Εθνη, στις διμερείς σχέσεις και σε όλα τα διεθνή βήματα».
Ο Παπαδόπουλος έκανε ξεχωριστές δηλώσεις και είπε ότι είχε διαπιστώσει ότι «δεν υπάρχει καμία αλλαγή στις θέσεις της Ρωσίας στο Κυπριακό» και ότι με τον Πρόεδρο Πούτιν συζήτησαν και «το θέμα της ισχυριζόμενης απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων και του εξήγησα τις θέσεις της κυπριακής κυβέρνησης, με δεδομένα και αριθμούς πως δεν υπάρχει θέμα 'οικονομικής απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων και ότι στην έκταση που υπάρχουν περιορισμοί αυτοί είναι αυτοεπιβαλλόμενοι από τους ίδιους τους Τουρκοκύπριους».[34]
Ο Παπαδόπουλος δεν είπε πως εισέπραξε ο Πούτιν τις εξηγήσεις που του έδωσε. Όμως, μια εβδομάδα αργότερα, σε συνέντευξη τύπου στο Κρεμλίνο, απαντώντας σε ερώτηση για την Κύπρο είπε:
«Πιστεύουμε ότι οι ίδιοι οι κάτοικοι του νησιού μόνο μπορούν να καθορίσουν το δικό τους μέλλον, και ελπίζουμε ότι θα γίνουν συμβιβασμοί αποδεχτοί τόσο από το Βορρά και από το Νότο της Κύπρου. Πιστεύουμε ότι η βόρεια Κύπρος επίσης αποδεικνύει ξεκάθαρα την επιθυμία της για την επίτευξη λύσης, γι αυτό θα πρέπει να ενθαρρυνθεί. Σε κάθε περίπτωση, όσον αφορά την κοινή οικονομική δραστηριότητα, αυτή θα πρέπει να δικαιολογηθεί πλήρως, χωρίς να διαταραχθεί η ισορροπία των συμφερόντων και χωρίς να διαταραχθούν οι σχέσεις μας με την Ελλάδα, με την οποία διατηρούμε πολύ στενές και φιλικές σχέσεις δια μέσου των αιώνων, ή με την Κύπρο ως κράτος».[35]
Η θέση της Ρωσίας στο Κυπριακό, όπως διαμορφώθηκε μετά το δημοψήφισμα του 2004 ήταν η ακόλουθη:
- Συνομιλίες υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, με βάση τα Ψηφίσματα του διεθνούς οργανισμού και με εμπλοκή του Συμβουλίου Ασφαλείας, όπου η Ρωσία έχει αποφασιστικό ρόλο.
- Η όποια συμφωνία πρέπει να είναι αποτέλεσμα της ελεύθερης βούλησης των δύο πλευρών στην Κύπρο, χωρίς παρεμβάσεις. Δηλαδή, χωρίς ανάμιξη της Δύσης και της ΕΕ και χωρίς χρονικούς περιορισμούς.
Αυτή η «πατέντα», που διασφαλίζει τη διατήρηση του Status Quo, εμπεδώθηκε στην κοινή γνώμη, σαν η πιο αποτελεσματική ασφαλιστική δικλείδα στη «συνωμοσία της Δύσης» να επιβάλει λύση στο Κυπριακό.
Η ρητορική για λύση κυπριακής ιδιοκτησίας, με βάση τα ψηφίσματα των ΗΕ, χωρίς χρονοδιαγράμματα και επιδιαιτησίες, ήταν σοβιετικής επινόησης, έχει τις ρίζες της στην περίοδο αμέσως μετά το 1974 και αναζωογονήθηκε από τη Ρωσία μετά το δημοψήφισμα του 2004.
Η υιοθέτηση αυτής της ρητορικής από την Κυβέρνηση, το ΑΚΕΛ και τα κόμματα του εθνικιστικού κέντρου, την κατέστησε εθνικά σωστή στρατηγική, σε βαθμό που όλο το πολιτικό σύστημα και τα ΜΜΕ έγιναν φορείς της ρωσικής προπαγάνδας.
Το ίδιο συνέβη και με την εμπέδωση της θέσης ότι η Ρωσία ακολουθεί στο Κυπριακό πολιτική αρχών. Η θέση αυτή είναι σωστή. Η στρέβλωση είναι πως οι αρχές αυτές δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντα της Κύπρου αλλά της Ρωσίας, μέσω της διαιώνισης του στάτους κβο.
Ο λόγος που ο Τάσσος Παπαδόπουλος δεν ενοχλήθηκε ποτέ από τις τοποθετήσεις της Ρωσίας στο Κυπριακό και έδινε πάντα άλλοθι στα ανοίγματα της Μόσχας προς την Τουρκία, δεν ήταν επειδή δεν καταλάμβανε τι γινόταν, αλλά επειδή είχαν την ίδια κοινή αρχή: Το στάτους κβο στην Κύπρο είναι η καλύτερη λύση.
Ο Παπαδόπουλος ο οποίος είχε μυστικές διαβουλεύσεις με τον Ντενκτάς για να διασφαλίσει τη συνέχιση του στάτους κβο, δεν είχε κανένα πρόβλημα να συνεργαστεί για τον ίδιο σκοπό με τη Μόσχα που θεωρείτο ο πιο πιστός σύμμαχος της Κύπρου.
Μερικά συμπεράσματα για την πολιτική της Ρωσίας στο Κυπριακό, την περίοδο αμέσως μετά το Σχέδιο Ανάν μέχρι την εξάντληση της θητείας του Τάσσου Παπαδόπουλου:
- Είναι σαφές ότι η Ρωσία ήταν ενάντια στο σχέδιο λύσης, όχι επειδή δεν ήταν καλό ή λιγότερο καλό για τη μια πλευρά ή την άλλη, αλλά ενάντια στα δικά της στρατηγικά συμφέροντα.
- Η Ρωσία επιθυμούσε την Τουρκία σαν δικό της οικονομικό εταίρο. Δεν είχε κανένα λόγο να διευκολύνει την προσέγγιση (πολιτική και οικονομική) της Τουρκίας με την ΕΕ.
- Λύση του Κυπριακού και ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα ενδυνάμωνε την επιρροή του ΝΑΤΟ στην περιοχή. Η Ρωσία, που προετοίμαζε ένα νέο Ψυχρό Πόλεμο, δεν είχε κανένα λόγο να διευκολύνει τη Δύση. Η Μόσχα δεν μπορούσε να ανακόψει την ένατη της Κύπρου στην ΕΕ. Όμως ματαίωσε τον ευρύτερο σχεδιασμό της Δύσης για λύση – ένταξη.
- Η Ρωσία άσκησε βέτο στο Συμβούλιο Ασφαλείας για να καταγράψει την επιστροφή της στη διεθνή αρένα ως υπερδύναμη. Όμως πριν ασκήσει το βέτο εξασφάλισε τη συγκατάθεση της Τουρκίας. Μέρος της συνεννόησης ήταν να στηρίξει η Μόσχα το αίτημα για άρση της οικονομικής απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων.
- Όπως η Σοβιετική Ένωση έτσι και η Ρωσία δεν τοποθετήθηκε ποτέ για καμιά πτυχή του Κυπριακού, κατά τρόπο που θα ενοχλούσε την Τουρκία. Αντιθέτως, ο Πούτιν τοποθετήθηκε πολλές φορές κατά τρόπο που ικανοποιούσε την Τουρκία.
- Μια αντιπαράθεση των τοποθετήσεων του Πούτιν για το Κυπριακό όταν είχε δίπλα του τον Ερντογάν αφενός και τον Παπαδόπουλο αφετέρου, είναι αρκούντως διαφωτιστική για το ποιος είναι ο σημαντικός συνομιλητής του ρωσικού κράτους.
[1] Δηλώσεις του Επιτρόπου για τη διεύρυνση Γκίντερ Φερχόιγκεν στη Μικτή Κοινοβουλευτική Επιτροπή Κύπρου – Ε.Ε, 05/11/2002.
[2] Πρόεδρος Βουλής - Κυπριακό - Σχέδιο λύσης, ΚΥΠΕ - της Φανίτσας Ζαννέττου - ΛΕΥΚΩΣΙΑ 2/11/2002.
[3] Πρόεδρος Βουλής - Ημερίδα - Κύπρος – ΕΕ, ΚΥΠΕ - της Φανίτσας Ζαννέττου - ΛΕΥΚΩΣΙΑ 6/11/2002
[4] Πρόεδρος Βουλής - Ημερίδα - Κύπρος – ΕΕ, ΚΥΠΕ - της Φανίτσας Ζαννέττου - ΛΕΥΚΩΣΙΑ 6/11/2002
[5] «Δήλωση Προέδρου Δημοκρατίας», ΚΥΠΕ - Αποστόλης Ζουπανιώτης - ΝΕΑ ΥΟΡΚΗ 13/2/2004.
[6] «Αλβαρο ντε Σότο - Κυπριακό - Συμβούλιο Ασφαλείας», ΚΥΠΕ - Αποστόλης Ζουπανιώτης - ΗΝΩΜΕΝΑ ΕΘΝΗ 7/2/2004.
[7] Υπηρέτησε στην Κύπρο και υπήρξε ειδικός απεσταλμένος της Ρωσίας στο Κυπριακό.
[8] "Russia's Vision of a European Security Policy Partner: ESDP, NATO or Somebody Else?".
[9] Transcript of Remarks and Answers to Questions from Russian and Foreign Media by Russian Minister of Foreign Affairs Sergey Lavrov at Press Conference at Russian MFA Press Center, Moscow, March 17, 2004.
[10] «Πρόεδρος Παπαδόπουλος - Ρώσος ΥΠΕΞ», ΚΥΠΕ - της Φανίτσας Ζαννέττου - ΛΕΥΚΩΣΙΑ 18/3/2004.
[11] “Statement by Alexander Yakovenko, the Spokesman of Russia's Ministry of Foreign Affairs, Regarding Cyprus Negotiations”. 632-30-03-2004
[12] Transcript of Remarks and Replies to Questions by Russian Minister of Foreign Affairs Sergey Lavrov Following Talks with Cyprus Minister of Foreign Affairs Giorgos Iakovou, Moscow, April 20, 2004.
[13] «ΓΓ ΑΚΕΛ - Διάσκεψη Τύπου - ''Οχι''», ΚΥΠΕ - της Φανίτσας Ζαννέττου - ΛΕΥΚΩΣΙΑ 22/4/2004.
[14] Συνέντευξη στο Τρίτο Πρόγραμμα, ΡΙΚ, 2/10/2004. Αποδόθηκε την επομένη στο άρθρο «Ο Χριστόφιας υποχείριο του Τάσσου», Πολίτης, 3/10/2004.
[15] “Russia-Greece: Caught in the web of the Russian ideologues”, Die Zeit, 7/2/2015.
[16] Sinan OĞAN, Russian Federation’s Cyprus Politics (6/2/2005), Turkish Centre for International Relations & Strategic Analysis.
[17] Interview with the Turkish Media, September 1, 2004, 00:00 Sochi.
[18] Ρωσία - Πούτιν - Κυπριακό - ΓΓ ΟΗΕ , ΚΥΠΕ - Νοβόστι - ΛΕΥΚΩΣΙΑ 11/1/2005.
[19] «Τουρκία - Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας – Δήλωση», ΚΥΠΕ - Ανατολή - ΑΓΚΥΡΑ 5/4/2004.
[20] Sinan OĞAN, Russian Federation’s Cyprus Politics (6/2/2005), Turkish Centre for International Relations & Strategic Analysis.
[21] “Gul: If Greeks Refuse Plan Than TRNC Must be Recognized”, Today’s Zaman, April 09, 2004.
[22] «Τουρκία: Αποδοχή υπό όρους του σχεδίου Ανάν», Ελληνική Υπηρεσία BBC, 3/4/2004.
[23] «’Η ΕΕ ξεγέλασε την Τουρκία’ δήλωσε ο Ερντογάν», Το Βήμα, 23/7/2011.
[24] Η δήλωση δημοσιεύτηκε στο Radio Free Europe και αποδόθηκε στο INTAR-TASS http://www.rferl.org/content/article/1143148.html
[25] Ισλαμική Διάσκεψη - Γκιουλ - Αναβάθμιση Τ/Κ , ΚΥΠΕ - Της απεσταλμένης Μαρία Μάιλς - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ 16/6/2004.
[26] PUTIN VISITS TURKEY: RUSSIA BIDS TO TURN TURKEY FROM WEST; TURKS KEEPING OPTIONS, December 10, 2004, Wikileaks
[27] “Russia-Greece: Caught in the web of the Russian ideologues”, Die Zeit, 7/2/2015.
[28] Concluding Remarks after a Meeting with Representatives of Turkish Business Circles, January 11, 2005, http://en.kremlin.ru/events/president/transcripts/22776.
[29] Πρόεδρος Δημοκρατίας - Ρωσία - Κύπρος – Ερντογάν, ΚΥΠΕ - της Φανίτσας Ζαννέττου - ΛΕΥΚΩΣΙΑ 11/1/2005.
[30] Press Statements and Answers to Questions following Russian-Turkish Talks, July 18, 2005, 17:21 Bocharov Ruchei, Sochi.
[31] Εκπρόσωπος - Δηλώσεις Πούτιν, ΚΥΠΕ - της Φανίτσας Ζαννέττου - ΛΕΥΚΩΣΙΑ 19/7/2005.
[32] Υπουργός Εξωτερικών - Ρωσική πολιτική στο Κυπριακό, ΚΥΠΕ - της Φανίτσας Ζαννέττου - ΛΑΡΝΑΚΑ 19/7/2005 18:56
[33] «Erdoğan seeks Putin's support in Cyprus dispute», Turkish Daily News, 25/1/22006.
[34] «Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας συναντήθηκε με τον Πρόεδρο της Ρωσικής Ομοσπονδίας», Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Ανακοινωθέντα, 23/01/2006.
[35] Transcript of the Press Conference for the Russian and Foreign Media January 31, 2006, 09:53 Circular Hall, The Kremlin, Moscow.
Μακάριος Δρουσιώτης
24/04/2014