• Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Ιστορία | Έρευνες

Το βιβλίο του Άγγελου Συρίγου που ξύνει τις πληγές του Κυπριακού

Η ανάγνωση του Σχεδίου Ανάν, χωρίς συναισθηματισμούς και αγκυλώσεις

Η 24η Απριλίου 2004, ημέρα κατά την οποία οι Ελληνοκύπριοι απέρριψαν το Σχέδιο Ανάν για τη λύση του Κυπριακού, καταγράφηκε ήδη σαν ένας σημαντικός σταθμός στην πολυτάραχη ιστορία της Κύπρου. Η σημαντικότητα του γεγονότος αυτού είναι ισάξια των συμφωνιών της Ζυρίχης, των διακοινοτικών ταραχών του 1963, του πραξικοπήματος και της εισβολής του 2004. Το ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Κύπρο την περίοδο του σχεδίου Ανάν θ' αποτελούν εφεξής σημείο αναφοράς στην ιστοριογραφία του Κυπριακού, διαφαίνεται και από τον μεγάλο αριθμό βιβλίων που έχουν ήδη κυκλοφορήσει και καταπιάνονται με το θέμα.

 

Το βιβλίο του Άγγελου Συρίγου, "Σχέδιο Ανάν, οι κληρονομιές του παρελθόντος και οι προοπτικές του μέλλοντος" είναι ίσως η σοβαρότερη προσπάθεια που έχει γίνει για την ανάλυση του περιεχομένου της προταθείσας λύσης σε συνάρτηση με την πολιτική διαχείριση του Κυπριακού από το 1974 και εντεύθεν.

 

Το βιβλίο είναι εξόχως σημαντικό για τις πληροφορίες που δίνει, μέσα από τις οποίες αναδεικνύονται οι αντιφατικές και αλλοπρόσαλλες πολιτικές της κυπριακής ηγεσίας και η έλλειψη στρατηγικής στο Κυπριακό. Είναι κατά την άποψή μου πολύ σωστή η διαπίστωση του συγγραφέα ότι "από το 1974 και μέχρι την κατάθεση του Σχεδίου Ανάν οι Ελληνοκύπριοι εθίστηκαν σε δύο πράγματα: στη διατύπωση γενικών αρχών που περιέχονται στα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών και στην αρνητική τοποθέτηση έναντι της διεθνούς κοινότητας" (σ. 88). Η στάση αυτή διευκολυνόταν από την άκαμπτη πολιτική του Ραούφ Ντενκτάς, όμως μακροπρόθεσμα αποδείχθηκε καταστροφική διότι δεν έθεσε τους Ελληνοκύπριους στη βάσανο του προβληματισμού για το τι θέλουν και ποια ήταν τα όριά τους στο Κυπριακό.

 

Η ελληνοκυπριακή πλευρά, κατά τον συγγραφέα, αρκείτο στην αναφορά σε γενικές αρχές των ψηφισμάτων των Η.Ε., αλλά "δεν μπήκε στη διαδικασία να εξειδικεύσει το περιεχόμενο συγκεκριμένων προβλέψεών τους" (σ. 88). Αν έμπαινε σ' αυτή τη διαδικασία και συζητούσε δημόσια γι' αυτά, τότε το σχέδιο Ανάν ίσως να μην ήταν στα μάτια του κόσμου τόσο τερατώδες όσο φάνηκε τον Απρίλιο του 2004.

 

Το μεγάλο πλεονέκτημα του βιβλίου είναι πως δεν γράφτηκε για να δικαιώσει το σχέδιο Ανάν, ούτε για να το αναθεματίσει, παρά το γεγονός ότι στις κρίσεις του ο συγγραφέας κλίνει κατά του Σχεδίου. Στα συμπεράσματά του ο Συρίγος δικαιολογεί την απόρριψή του από τη μεγάλη πλειονότητα των Κυπρίων, προβλέπει όμως ότι το Σχέδιο δεν θα εγκαταλειφθεί εύκολα. Η Κύπρος γράφει είναι ένα αλωνάκι. "Γι' αυτό το αλωνάκι γράφτηκε επί 16 μήνες από τον ΟΗΕ ένας κυκεώνας προτάσεων σε έκταση 9.000 σελίδων για νομικές λύσεις σε πολιτικά προβλήματα" (σ. 509).

 

Ο Άγγελος Συρίγος αναφέρει πως με δεδομένη την επιθυμία του διεθνούς παράγοντα για να κλείσει το Κυπριακό, "η επόμενη μέρα του δημοψηφίσματος παρέχει (σημ. δική μου: με τα σημερινά δεδομένα παρείχε) ένα σοβαρό διαπραγματευτικό πλεονέκτημα" στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Όμως, "τα πλεονεκτήματα είναι χρήσιμα, εφόσον έχεις τη θέληση να τα χρησιμοποιήσεις" (σ. 404), συμπεραίνεται στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου, όπου παρατίθενται τέσσερα καίρια ερωτήματα:

  • Θέλουν οι Ελληνοκύπριοι πραγματικά να συγκατοικήσουν με τους Τουρκοκύπριους;
  • Ποια είναι η ουσιαστική αφετηρία της ελληνικής πλευράς: Το σύνταγμα του '60; Η κατάσταση μετά το 1963; Ή οι "πραγματικότητες" του 1974 που αναφέρει ο Ντενκτάς;
  • Εξακολουθεί η ελληνική πλευρά να επιδιώκει τη διζωνική και δικοινοτική ομοσπονδία;
  • Τελικώς, τι ακριβώς θέλει η ελληνική πλευρά στο Κυπριακό;" (σ. 495)

Ο συγγραφέας δεν δίνει απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, αλλά ούτε κι αγγίζει το πολιτικό και κομματικό σύστημα εξουσίας της Κύπρου. Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η μεγάλη αδυναμία του βιβλίου. Το γεγονός ότι ο συγγραφέας δεν ζει στην Κύπρο σε συνδυασμό με την έλλειψη επαρκών αξιόπιστων ερευνητικών εργασιών για το κυπριακό πολιτικό σύστημα έθεσε περιορισμούς στην ανάλυσή του.

 

Ωστόσο, ο Συρίγος εντοπίζει τα εγγενή προβλήματα της κυπριακής πολιτικής και τα προσδιορίζει ως μια από τις αιτίες της μη προόδου στις συνομιλίες. Όμως, αποτυγχάνει να εντάξει το στοιχείο αυτό στην ανάλυσή του για τους χειρισμούς που είχαν γίνει από την κατάθεση του πρώτου σχεδίου Ανάν μέχρι την απόρριψή του. Η αδυναμία αυτή είναι ιδιαίτερα εμφανής στο κεφάλαιο "Το Σχέδιο Ανάν στην τελική του φάση". Αν και στα τελικά συμπεράσματά του ο Συρίγος επισημαίνει ότι η ελληνοκυπριακή πλευρά στήριξε τη στρατηγική της στην "προβλέψιμη αδιαλλαξία" του Ραούφ Ντενκτάς, που της έδινε τη δυνατότητα να ελίσσεται επιδεικνύοντας διάθεση για συμβιβασμό (σ. 403), δεν εξετάζει καθόλου τις επιπτώσεις αυτών των τακτικισμών στη διαχείριση του Κυπριακού, μετά την κατάθεση του σχεδίου Ανάν.

 

Αν ανατρέξει κανείς στις δηλώσεις του προέδρου Παπαδόπουλου, οι οποίες είναι όλες δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών της Κύπρου (δεν περιλαμβάνεται στην πλούσια βιβλιογραφία), θα διαπιστώσει ότι εμφανίζεται απόλυτα αφοσιωμένος στο Σχέδιο Ανάν, το οποίο θα αποδεχόταν με πολύ περιορισμένες αλλαγές. Π.χ. δηλώσεις που έκανε επιστρέφοντας από τη Νέα Υόρκη στην Κύπρο (14/2/2004), μετά την αποδοχή της επιδιαιτησίας.

 

Από την κατάθεση του σχεδίου Ανάν, μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 2004 η βασική θέση και η πολιτική δέσμευση της ελληνοκυπριακής πλευράς προς τη διεθνή κοινότητα ήταν πως υπό κάποιες προϋποθέσεις θα αποδεχόταν το σχέδιο Ανάν. Όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων, αυτή η θέση δεν ήταν ειλικρινής και στηριζόταν στην "προβλέψιμη αδιαλλαξία" του Ντενκτάς.

 

Μόνο όταν ο Τ. Παπαδόπουλος διαπίστωσε ότι η Τουρκία άλλαξε πολιτική και προσανατολίστηκε προς την αποδοχή του Σχεδίου, αναπροσάρμοσε την τακτική του και άρχισε την εκστρατεία δαιμονοποίησής του, προτού καν ολοκληρωθούν οι διαπραγματεύσεις. Αυτή είναι και η εντύπωση της Ε.Ε. που έχει την αντίληψη ότι τους εξαπατήσαμε, (δηλώσεις Φερχόιγκεν 21/4/2006 στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: "Αισθάνομαι ότι έχω εξαπατηθεί από την κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας").

 

Ο Συρίγος αναφέρει πως στη Λουκέρνη ο Κόφι Ανάν "δεν προχώρησε σε κινήσεις που θα αναιρούσαν την εντύπωση ότι το Σχέδιο ήταν μονομερές υπέρ των Τουρκοκυπρίων" (σ. 136). Δεν εξετάζει όμως το ενδεχόμενο οι εντυπώσεις αυτές να εξυπηρετούσαν την προειλημμένη απόφαση του Τ. Παπαδόπουλου να απορρίψει το σχέδιο. Δεν εξετάζεται, επίσης, η απροθυμία του Παπαδόπουλου να διαπραγματευτεί ένα καλύτερο σχέδιο στη Λουκέρνη, προφανώς για να μηδενίσει τις πιθανότητες αποδοχής του.

 

Η εμφανής αρνητική στάση της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν που διευκόλυνε τον Ταγίπ Ερντογάν να εμφανιστεί ως "ο ουσιαστικός νικητής πριν από τη Λουκέρνη" (σ. 140) και όχι η προειλημμένη απόφαση του Κόφι Ανάν να ρίξει την ελληνοκυπριακή πλευρά, όπως υπαινίσσεται ο συγγραφέας (σ. 136).

 

Αυτή η αδυναμία του βιβλίου δεν αφαιρεί από την αξία του. Πρόκειται για μια κοπιώδη εργασία με επιστημονική τεκμηρίωση που δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη που έχει επαρκή γνώση των γεγονότων να καταλήξει, στα σημεία που διαφωνεί με τον συγγραφέα, στις δικές του κρίσεις. Στο βιβλίο υπάρχουν πληροφορίες και συγκρίσεις που δεν υπάρχουν σε κανένα άλλο βιβλίο για το Κυπριακό, όπως για παράδειγμα η σύγκριση των κατεχομένων με την Ταϊβάν.

 

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια είναι η σύγκριση της περιουσιακής πτυχής του Κυπριακού με άλλα παρόμοια ιστορικά παραδείγματα. Είναι εντυπωσιακές οι πληροφορίες που δίνονται για εκατομμύρια ανθρώπους, οι οποίοι έχασαν τις περιουσίες τους κατά ή μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή πιο πρόσφατα στα Βαλκάνια. (κεφ. 14ο) Το ιστορικό δίδαγμα που προκύπτει είναι πως σε καμιά περίπτωση στη νεότερη ιστορία δεν υπήρξε πλήρης αποκατάσταση του δικαιώματος περιουσίας που έχει απολεσθεί ως αποτέλεσμα πολέμου και βίαιης μετακίνησης πληθυσμών. Ακόμη και στην πρώην Γιουγκσλαβία, όπου η κρίση διάρκεσε μόλις τέσσερα χρόνια και αναγνωρίστηκε το δικαίωμα αποκατάστασης στις περιουσίες, υπήρξαν ανυπέρβλητες δυσκολίες στην εφαρμογή του. Πόσο μάλλον στην Κύπρο, όπου η κρίση διαρκεί από το 1963, ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά αποδέχτηκε, από το 1977, ότι θα υπάρχουν αποκλίσεις από τα βασικά δικαιώματα σε μια μελλοντική λύση (σ. 93).

 

Συνεπώς, υπήρχε μια συνεχής αντίφαση μεταξύ λόγων ("Όλοι οι πρόσφυγες στα σπίτια τους") και πολιτικών δεσμεύσεων (από τις συμφωνίες κορυφής μέχρι το σχέδιο Ανάν). Ο συγγραφέας επισημαίνει αυτή την αντιφατικότητα σε όλη τη διάρκεια του Κυπριακού (σ. 72) και ορθά την αποδίδει στην ασφάλεια της αδιαλλαξίας του Ντενκτάς (σ. 493). Γι' αυτό κρίνω λανθασμένη την άποψη του συγγραφέα ότι το σχέδιο Ανάν έχει απορριφθεί επειδή δεν βελτιώθηκε στις διαπραγματεύσεις. Η απόρριψη έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι Ελληνοκύπριοι δεν είναι πρόθυμοι να μοιραστούν την εξουσία σε μια ομοσπονδιακή Κύπρο με τους Τουρκοκύπριους. Οι πολιτικοί, όπως ο ίδιος αναφέρει, δεν συνειδητοποίησαν τις παραχωρήσεις που έχουν δεχτεί από το 1974 (σ. 93) ούτε η κοινωνία αφομοίωσε την ιδέα του συμβιβασμού.

 

Το βιβλίο του Άγγελου Συρίγου ξύνει την πληγή του Κυπριακού και στο τελευταίο του μέρος αναλύει όλες τις πιθανές μελλοντικές λύσεις. Προβλέπει πως με "δεδομένες τις αγκυλώσεις γύρω από το Κυπριακό, τους φόβους ελλαδικής και κυπριακής ηγεσίας και την έλλειψη ηγετών που θα θελήσουν να πάρουν αποφάσεις οι οποίες θα είναι ριζοσπαστικές και καινοτόμες, η λύση της "μη λύσης" προβάλλει ως η πλέον πιθανή προοπτική για τα επόμενα χρόνια" (σ. 505). Ο κίνδυνος, καταλήγει, είναι η "μη λύση" να διολισθήσει προς εμπέδωση των κατοχικών δεδομένων και σταδιακή νομιμοποίηση της "ΤΔΒΚ".


Μακάριος Δρουσιώτης

Πολίτης

17/09/2006