• Τρίτη 23 Απριλίου 2024

Ιστορία | Έρευνες

Ο αστυνόμος Φανής Δημητρίου ανοίγει το φάκελο των πολιτικών εγκλημάτων

Η στοιχειωμένη δημοκρατία της Κύπρου

Ο Θεοφάνης (Φανής) Δημητρίου υπήρξε ένα ιστορικό στέλεχος της κυπριακής αστυνομίας. Εντάχθηκε στη δύναμη από την εποχή της αγγλοκρατίας και αφυπηρέτησε τον Μάιο του 1984 στο αξίωμα του υπαρχηγού.

 

Ο Φανής Δημητρίου έλαχε να υπηρετήσει επί μακρόν στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων. Υπήρξε στενός συνεργάτης του πρώην αρχηγού Σάββα Αντωνίου, ενώ είχε προσωπική επαφή και συνεργασία με τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη, ο οποίος ως υπουργός Εσωτερικών είχε την αρμοδιότητα της αστυνομίας. Συνεργασία είχε και με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

 

Ο Φανής Δημητρίου διερεύνησε πολλά από τα σοβαρότερα πολιτικά εγκλήματα που είχαν συμβεί στην Κύπρο, κυρίως στα χρόνια της δεκαετίας του '60. Τις εμπειρίες του αυτές, εμπλουτισμένες με έρευνες που έκανε μετά την αφυπηρέτησή του, τις κατέγραψε στο βιβλίο του "Πολιτικά Εγκλήματα" που μόλις κυκλοφόρησε.

 

Ο υπογράφων είχε την ευκαιρία στο παρελθόν να μιλήσει για πολλές ώρες με τον Φ. Δημητρίου, ο οποίος υπήρξε μια από τις βασικές πηγές του σε μερικά από τα γεγονότα που περιγράφει στα βιβλία του. Γι΄ αυτό και είναι σε θέση να επιβεβαιώσει την ακρίβεια των πληροφοριών που καταγράφει. Πολλά από τα γεγονότα που περιγράφει είναι γνωστά. Όμως είναι σημαντικό το γεγονός ότι τα καταγράφει σαν μάρτυρας της Ιστορίας.

 

Στο βιβλίο του ο Φανής Δημητρίου καταγράφει για πρώτη φορά μια μαρτυρία ενός αυτόπτη μάρτυρα της δολοφονίας του βρετανού αρχιτέκτονα Πήτερ Γκρέι, στην Κερύνεια, στις 15 Μαΐου 1961. Ο φόνος διεπράχθη από το Νίκο Σαμψών, μπροστά στα μάτια της συζύγου και των δύο μικρών παιδιών του. Ο φόνος καταχωρήθηκε ως ανεξιχνίαστος και αποτελεί ένα από τα πιο μελανά στίγματα της ιστορίας της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Ο Πήτερ Γκρέι νεκρός στη τσάντα της συζύγου του

 

Τα γεγονότα πριν και μετά το φόνο και ο τρόπος που έγινε η συγκάλυψή του από το οργανωμένο κράτος ξεσκεπάζουν τις δομές του κυπριακού παρακράτους, που στην πραγματικότητα ήταν το ίδιο το κράτος. Τα περιστατικά αυτά προσδιορίζουν τα βαθύτερα αίτια της κατάρρευσης της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1963 και της τραγωδίας του 1974, πέρα από τις συνωμοσιολογίες με τις οποίες τρέφεται για πενήντα τώρα χρόνια η κυπριακή συλλογική μνήμη.

 

Σαμψών: Πώς απέκτησε ρόλο

 

Ο Νίκος Σαμψών ήταν από τους λίγους αγωνιστές της ΕΟΚΑ που έμεινε χωρίς ρόλο. Καθότι εξόριστος μέχρι την ανακήρυξη της Δημοκρατίας έμεινε εκτός υπουργικού και εκτός Βουλής.

 

Ο Σαμψών, αισθανόμενος ότι είχε το λαϊκό αίσθημα με το μέρος του, αποφάσισε να πάρει το ρόλο που πίστευε ότι του ανήκε με το χέρι του, ιδρύοντας πρώτα την "Κίνηση Νίκου Σαμψών" και αργότερα την "Οργάνωση Προστασίας Ελλήνων Κύπρου" (ΟΠΕΚ). Συνήψε συμμαχία με τον αστυνόμο Μιχαλάκη Παντελίδη, ο οποίος ήταν επίσης δυσαρεστημένος διότι θεωρούσε ότι έπρεπε να γίνει εκείνος αρχηγός της αστυνομίας και όχι ο Χ. Χασάπης. Ισχυρή προσωπικότητα της εποχής ήταν και ο αστυνόμος Γεώργιος Λαγοδόντης, ο οποίος είχε φήμη διεφθαρμένου και ήλεγχε τον υπόκοσμο και τη ζωή της νύχτας. Ο Λαγοδόντης συνεργαζόταν με τον Γιωρκάτζη, αλλά ταυτόχρονα συμμετείχε στην ομάδα του Σαμψών.

 

Υπήρξε τότε μια περίοδος αλλεπάλληλων φόνων ανθρώπων του υποκόσμου στη Λευκωσία. Οι υποψίες στρέφονταν κατά του Γιωρκάτζη. Όμως από ένα φόνο που έγινε στη Φιλιά, του Ευάγγελου Ιωάννου, άλλως καταστροφέα, ο Φανής Δημητρίου εξασφάλισε μαρτυρία ότι ηθικός αυτουργός ήταν ο Σαμψών. Την περίπτωση αυτή ο Δημητρίου τη διηγήθηκε σε τηλεοπτική εκπομπή, καθώς και σε συνέντευξή του στον υπογράφοντα (16/1/1997) και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του "ΕΟΚΑ η σκοτεινή όψη".

 

Μαρτυρία στο Μακάριο

 

Στο βιβλίο του "Πολιτικά Εγκλήματα" ο Φ. Δημητρίου περιγράφει έναν προς έναν τους φόνους που είχε εξετάσει και καταγράφει ο ίδιος πια την προσωπική του εμπειρία από την επαφή που είχε με το Μακάριο, με αφορμή το φόνο στη Φιλιά. Στο Μακάριο τον οδήγησε ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, επειδή ήθελε να τον πείσει πως δεν ήταν ο ίδιος πίσω από τους φόνους, όπως τον κατηγορούσαν, αλλά ο Σαμψών. Στο βιβλίο του ο Δημητρίου επέλεξε να μην κατονομάσει τον Σαμψών, αλλά τον περιγράφει σαν "γνωστό αγωνιστή". Γράφει σχετικά ο Φ. Δημητρίου: Λίγες μέρες μετά το φόνο [του Ευάγγελου Ιωάννου στη Φιλιά] κοντά στις 8:30 μ.μ., ο Γιωρκάτζης μου τηλεφώνησε στο σπίτι και μου είπε:

 

"Κύριε Φανή, είμαι στο εστιατόριο του Σονγλίδη. Είμαι μόνος. Μπορείς να έλθεις να φάμε μαζί;"

"Εντάξει, έρχομαι". Στο εστιατόριο ήταν και ο Σάββας Αντωνίου, Υπαρχηγός Χωροφυλακής. Ο Γιωρκάτζης με καλωσόρισε και είπε:

"Τηλεφώνησα και στο Σάββα: Σκέφθηκα ότι οι τρεις μας θα περάσουμε καλύτερα".

Η ώρα πλησίαζε 10:30 μ.μ. Όταν τελειώσαμε το δείπνο ο Γιωρκάτζης μάς πρότεινε να πάμε βόλτα με το αυτοκίνητό του:

"Να δούμε τι γίνεται η νυκτερινή ζωή της Λευκωσίας", όπως το έθεσε.

Κάναμε βόλτες στην Λευκωσία και κατά τις 10:45 μ.μ. περίπου, ενώ ακολουθούσαμε την Λεωφόρο Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς την Πύλη Αμμοχώστου ο Γιωρκάτζης είπε:

"Πάμε να πούμε μια καλησπέρα του Αρχιεπισκόπου".

 

Και προτού πούμε οτιδήποτε, ο Γιωρκάτζης έστριψε αριστερά στην οδό Κοραή και σταθμεύσαμε στην αυλή της Αρχιεπισκοπής. Ανεβήκαμε τις σκάλες και μπήκαμε στο συνοδικό της παλαιάς Αρχιεπισκοπής. Ο Γιωρκάτζης μάς υπέδειξε να περιμένουμε. Ο ίδιος μπήκε στο γραφείο του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου. Μετά από λίγα λεπτά ο Γιωρκάτζης μάς κάλεσε και μπήκαμε στο γραφείο. Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος καθόταν στο γραφείο του. Εκεί ευρίσκετο και ο Σπύρος Κυπριανού. Χαιρετήσαμε τον Αρχιεπίσκοπο και τον Κυπριανού και ο Γιωρκάτζης μάς υπέδειξε να καθίσουμε. Πρόσεξα ότι το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου ήταν συνοφρυωμένο. Απουσίαζε από το πρόσωπο του το γνωστό χαμόγελο. Αμέσως ο Αρχιεπίσκοπος απευθυνόμενος προς τον Σάββα Αντωνίου και μένα, είπε:

"Για πείτε μου, τι είναι αυτή η κατάσταση με τον φόνο στην Φιλιά;"

Ο Αντωνίου είπε:

"Υπάρχουν πληροφορίες εναντίον κάποιων, αλλά δεν υπάρχουν γραπτές μαρτυρίες, ο κόσμος φοβάται, έχουμε δυσκολίες, δεν κάναμε τίποτε".

Ο Αρχιεπίσκοπος θύμωσε κτύπησε το χέρι του στο γραφείο και άρχισε να φωνάζει και να μας απειλεί:

"Είσθε και οι δύο άχρηστοι, θα σας απολύσω από την Αστυνομία".

Τότε εγώ σηκώθηκα από την θέση μου και είπα:

"Μακαριότατε, μου επιτρέπετε να πω κάτι;"

"Τι θα πείτε;", ρώτησε.

"Κάτι θέλω να πω", απάντησα.

"Για λέγε", πρόσθεσε.

"Μακαριότατε, είναι δυνατόν εσείς να μην έχετε μάθει ποιοι διέπραξαν τον φόνο και ποιος κρύβεται πίσω;" Ο Αρχιεπίσκοπος κοίταξε προς το πρόσωπό μου, αλλά δεν απάντησε.

"Να σας απαντήσω εγώ. Πίσω είναι ο [Σαμψών]".

 

"Είναι εγκληματίας"

 

Ο Αρχιεπίσκοπος αμέσως άρχισε να τον κατηγορεί ότι είναι εγκληματίας και πρόσθεσε:

  • "Να τον συλλάβετε, να προσπαθήσετε να ωθήσετε να βρείτε μαρτυρία και θα τον στείλω στο δικαστήριο. Θα τον εκθέσω τον εγκληματία".
  • Ο Σάββας Αντωνίου είπε:
  • "Μακαριότατε, είναι δύσκολο να πεισθούν οι μάρτυρες να καταθέσουν εναντίον του, όταν εσείς πριν λίγες μέρες του σηκώσατε το χέρι και τον αποκαλέσατε τον καλύτερο αγωνιστή!"
  • Ο Σπύρος Κυπριανού ζήτησε τον λόγο και είπε: "Μακαριότατε, εφόσον είναι δύσκολο να πεισθούν μάρτυρες να καταθέσουν, νομίζω η σύλληψή του αντενδείκνυται. Εάν τον συλλάβουμε, απλώς θα δημιουργήσουμε σάλο. Φρονώ, εσείς να τον καλέσετε στο γραφείο σας και να του επιστήσετε την προσοχή. Να του πείτε ότι γνωρίζετε ότι ενέχεται και να του τονίσετε ότι εάν συνεχίσει θα συλληφθεί". Εγώ τότε πρόσθεσα: "Μακαριότατε, εάν αυτός συνεχίσει και προκύψουν ενδείξεις ότι ενέχεται, εγώ σας υπόσχομαι ότι θα τον συλλάβω".
  • Ο Αρχιεπίσκοπος συμφώνησε με την εισήγηση του Σπύρου Κυπριανού, υποσχέθηκε να τον καλέσει και η σύσκεψη έκλεισε.
  • Ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος φαίνεται ότι κάλεσε τον Σαμψών και τον ενημέρωσε. "Μία βδομάδα αργότερα, χωρίς να τον περιμένω, μπήκε ορμητικός στο γραφείο μου. Φαινόταν πολύ θυμωμένος. Το πρόσωπό του ήταν χλωμό και τα μάτια του κόκκινα. Φαινόταν σαν να είχε κλάψει προηγουμένως. Με διάφορες κινήσεις των χεριών του άρχισε με απειλητικό τρόπο να φωνάζει:
  • - Εσύ με κατάγγειλες στον Αρχιεπίσκοπο ότι εγώ ενέχομαι στο φόνο της Φιλιάς; Άκου τι θα σου πω. Κάποια μέρα εγώ θα γίνω Πρόεδρος κι εσένα θα σε απολύσω από την Αστυνομία..."

 

Ο φόνος του Π. Γκρέϊ

 

Η προσπάθεια του Μακαρίου ν' αναχαιτίσει το παρακράτος με "προειδοποιήσεις" δεν έπιασε τόπο. Παρά το ότι ο Μακάριος ήταν ενήμερος για το ματωμένο ιστορικό του Σαμψών, συνέχισε να τον ανέχεται και να τον δέχεται σε ακροάσεις.

 

Οκτώ μήνες μετά την "προειδοποίηση" του Μακαρίου, ο Σαμψών διέπραξε ένα από τα πιο φρικτά εγκλήματα στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στις 12 Mαΐου 1961, στην Kερύνεια, μπροστά στα μάτια της συζύγου και των δυο παιδιών του, δολοφόνησε το Βρετανό αρχιτέκτονα Πήτερ Γκρέι, επειδή κάποιος του ψιθύρισε στο αυτί ότι ήταν αστυνομικός και μάλιστα βασανιστής στη διάρκεια της ΕΟΚΑ. Ο Γκρέι ούτε αστυνομικός ήταν, ούτε σχέση είχε με την ΕΟΚΑ. Ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος που του άρεσε η Κύπρος και ήρθε να ζήσει στο νησί.

 

Ο φόνος έγινε υπό τις ακόλουθες συνθήκες:

Ο Πήτερ Γκρέι στάθμευσε το αυτοκίνητό του έξω από ένα κατάστημα στην Κερύνεια για να αγοράσει κάτι. Η σύζυγος και τα παιδιά του κάθονταν στο πίσω κάθισμα και τον περίμεναν να γυρίσει. Μόλις επέστρεψε και κάθισε στη θέση του οδηγού, τον πλησίασε ο Σαμψών και τον πυροβόλησε σχεδόν εξ επαφής στο κεφάλι.

 

Δεκάδες άνθρωποι στη σκηνή του φόνου. Ουδείς βρέθηκε να μαρτυρήσει. Ούτε κι η αστυνομία ήθελε μαρτυρίες

 

Oι πρώτες πληροφορίες που πήρε η αστυνομία ανέφεραν ότι ο εκτελεστής του Γκρέι ήταν ο Nίκος Σαμψών, ο οποίος συνοδευόταν από τον προσωπικό του φίλο Nεοπτόλεμο Λεφτή. Ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης είχε συνάντηση στον αστυνομικό σταθμό Kερύνειας με καταστηματάρχη, αυτόπτη μάρτυρα του φόνου, ο οποίος του αποκάλυψε ότι ο δολοφόνος ήταν ο Nίκος Σαμψών. Aρνήθηκε, όμως, να δώσει κατάθεση στην αστυνομία, φοβούμενος για τη ζωή του.

 

Ο Σαμψών, αφού έκρυψε το πιστόλι σε καφενείο στον Άγιο Γεώργιο Kερύνειας, πήγε στο Aργάκι Mόρφου όπου είχε φίλους και παρέμεινε μαζί τους με σκοπό να έχει άλλοθι. H χωροφυλακή έστησε οδόφραγμα στο δρόμο Μόρφου - Λευκωσίας και τα μεσάνυχτα συνέλαβε τον Σαμψών και το συνεργάτη του Nεοπτόλεμο Λεφτή στην περιοχή Γερολάκου, ενώ επέστρεφαν στη Λευκωσία.

 

Tην επόμενη μέρα οι δύο ύποπτοι οδηγήθηκαν στο δικαστήριο, το οποίο εξέδωσε διάταγμα τριήμερης κράτησής τους. Το Σάββατο 14 Mαΐου 1961, έγινε στην αστυνομική διεύθυνση Λευκωσίας αναγνωριστική παράταξη, ενώπιον της συζύγου του θύματος Mάργκαρετ Γκρέι, η οποία κοντοστάθηκε στον Σαμψών, αλλά δεν ήταν απολύτως βεβαία.

Ο προστάτης του Σαμψών στην αστυνομία Mιχαλάκης Παντελίδης έφερε κουρέα στο αστυνομικό τμήμα, ο οποίος έκοψε κοντά τα μαλλιά του Σαμψών και άλλαξε το στιλ του χτενίσματός του. Έκοψε επίσης το μουστάκι του συνεργάτη του Νεοπτόλεμου Λεφτή, έτσι που έγιναν και οι δύο αγνώριστοι!

 

Με αυτό σπορτ αυτοκίνητο πήγε ο Σαμψών στην Κερύνεια. Οι συνεργάτες του το οδήγησαν στην είσοδο των φυλακών για να τον παραλάβουν κατά την αποφυλάκισή του. Ο Σαμψών με διαφορετική κόμη στη θέση του οδηγού και ο Ν. Λευτής με μικρό μουστάκι στη θέση του συνοδηγού

 

Η νέα μαρτυρία

 

O φόνος τελικά καταχωρήθηκε στο αρχείο της αστυνομίας ως ανεξιχνίαστος. Ο Φανής Δημητρίου δημοσιεύει στο βιβλίο του την μαρτυρία του Δημήτρη Παπακυριακού ή Μήτσου, ο οποίος ήταν μαζί με τον Σαμψών την ημέρα του φόνου. Ο Φ. Δημητρίου δημοσιεύει το όνομα του Σαμψών με τα αρχικά του Γεωργιάδης Σαμψών Νίκος (Γ.Σ.Ν.):

"Εκείνη την ημέρα εγώ κι ο Γ.Σ.Ν. (Σαμψών) ιδιοκτήτης αλόγων ιπποδρόμου, και κάποιος άλλος που εκτελούσε χρέη οδηγού πήγαμε στον Άγιο Γεώργιο Κερύνειας, για να συμβουλεύσω τον πρώτο να βρει κατάλληλο χώρο, ώστε να πάρει το καλοκαίρι τα άλογά του στην θάλασσα". Σύμφωνα με τον Μήτσο τελείωσαν τη δουλειά τους μετά την 1.00 μ.μ. και πήγαν σε κάποιο καφενείο του χωριού στον κύριο δρόμο Κερύνειας - Αγίου Γεωργίου. Εκεί, άγνωστος αστυνομικός με στολή κάτι είπε στον Σαμψών. (Σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες του είπε ότι ένας βασανιστής της ΕΟΚΑ έκανε ψώνια σε κατάστημα στην Κερύνεια).

 

Ο Σαμψών ζήτησε να πάνε στη Κερύνεια να τον συναντήσουν. "Σε κάποιο σημείο πλησίον τον ξενοδοχείου Κατσελλή ο Γ.Σ.Ν. είδε τον γνωστό του Άγγλο να εισέρχεται σε ένα αυτοκίνητο. Τον πλησίασε και στην παρουσία μας τον πυροβόλησε. Γύρισε στο αυτοκίνητο μας και ο οδηγός έφυγε προς τον Άγιο Γεώργιο. Σταμάτησε έξω από το καφενείο που ήμασταν προηγουμένως".

 

Ο Μακάριος αν και πληροφορήθηκε ποιος ήταν ο δολοφόνος τον είχε επικηρύξει με 20.000 λίρες, ενώ το κράτος παραχώρησε στον Σαμψών δύο αστυνομικούς - σωματοφύλακες, επειδή κινδύνευε όπως έλεγε από τους Άγγλους, που τον θεωρούσαν ύποπτο για τον φόνο του Πήτερ Γκρέϊ.

 

 

Η δημιουργία ενός ήρωα

 

Όταν υπογράφηκαν οι συμφωνίες της Ζυρίχης, τον Φεβρουάριο του 1959, ο Νίκος Σαμψών ήταν κρατούμενος σε βρετανικές φυλακές. Είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τη δράση του στην ΕΟΚΑ, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια δεσμά. Μετά την αμνήστευση, ο Σαμψών μαζί με άλλους κρατούμενους στις βρετανικές φυλακές μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα. Επέστρεψαν στην Κύπρο μετά την ανακήρυξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, τον Αύγουστο του 1960.

 

Ο Σαμψών έγινε δεχτός στο νησί σαν θρύλος. Χιλιάδες κόσμου συγκεντρώθηκαν στο ΓΣΠ για να τον υποδεχτούν, σε μια μεγαλειώδη τελετή στην οποία παρέστη και ο Μακάριος. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν ο Σαμψών γύριζε τα σωματεία και εκφωνούσε ομιλίες. Ο Φανής Δημητρίου περιγράφει στο βιβλίο του τις εντυπώσεις του από μια συγκέντρωση στην οποία μίλησε ο Σαμψών στο οίκημα της "Εθνικής Πνευματικής Εστίας" στη Λευκωσία:

 

"Έξω από το οίκημα, πλην όσων πολιτών συγκεντρώθηκαν για να χαιρετήσουν τον Σαμψών, υπήρχε άγημα της ΕΛ.ΔΥ.Κ. και η φιλαρμονική της που παιάνιζε διάφορα θούρια, ενώ με την άφιξη του Σαμψών το άγημα απέδωσε τιμές. Η αίθουσα ήταν πλήρης. Μεταξύ του ακροατηρίου ήσαν ο Πρόεδρος της Κοινοτικής Συνέλευσης Δρ Κωνσταντίνος Σπυριδάκις, ο Στρατηγός Παντελίδης, ο δικαστής Ανωτάτου Δικαστηρίου Μιχαλάκης Τριανταφυλλίδης, ο Διοικητής και ο Υποδιοικητής ΕΛ.ΔΥ.Κ. Αρμπούζης και Κομνηνός, αρκετοί δικηγόροι και επώνυμοι πολίτες της Λευκωσίας".

 

Η πλέον ενθουσιώδης υποδοχή στον Σαμψών, όπως αναφέρει ο Δημητρίου ήταν αυτή που του επιφυλάχθηκε στο χωριό Τύμπου:

"Όλοι οι κάτοικοι, άνδρες, γυναίκες, γέροντες, νέοι και παιδιά είχαν μαζευτεί στην πλατεία του χωριού, για να καλωσορίσουν τον ηρωικό μαχητή της Ε.Ο.Κ.Α. Το χωριό ήταν σημαιοστολισμένο με ελληνικές σημαίες και παρουσίαζε εορταστική όψη. Οι δρόμοι ήσαν στρωμένοι με μερσίνη. Στις 8:00 μ.μ. ο Σαμψών έφθασε στο χωριό, συνοδευόμενος από τον βουλευτή Λευκωσίας, ιατρό Βάσο Λυσσαρίδη, τον συνεξόριστό του Νίκο Σοφοκλέους, μεγάλο αριθμό συναγωνιστών και άλλων υποστηρικτών του. Ερρίφθησαν στον αέρα χαιρετιστήριες βολές και οι καμπάνες κτυπούσαν συνεχώς. Νεαρές κοπέλες τον έραιναν με άνθη. Τα πλήθη ξέσπασαν σε παρατεταμένα χειροκροτήματα και φώναζαν Σαμψών - Σαμψών".

 

Όταν ο ενθουσιασμός είχε κοπάσει ο Νίκος Σαμψών άρχισε να εκφράζει παράπονα ότι ήταν αδικημένος, γιατί δεν κατείχε οποιοδήποτε αξίωμα στο νεοϊδρυθέν κράτος. Αντίζηλός του, κατά τον Φ. Δημητρίου, ήταν ο υπουργός Εσωτερικών Πολύκαρπος Γιωρκάτζης: "Ισχυριζόταν ότι ο ίδιος έπρεπε να είχε διορισθεί στη θέση του Υπουργού Εσωτερικών, καθότι είχε προσφέρει πολύ περισσότερα στον αγώνα της ΕΟΚΑ από τον Γιωρκάτζη. Οι ισχυρισμοί του Σαμψών ενόχλησαν τον Πολύκαρπο Γιωρκάτζη και οι σχέσεις τους ήσαν ψυχρές".


Μακάριος Δρουσιώτης

Πολίτης

01/04/2007