• Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Ιστορία | 1960 - 1967

40 χρόνια από την κατάρρευση της Ζυρίχης

Το 1963, τρία χρόνια μετά την ίδρυσή της, η Κυπριακή Δημοκρατία βρισκόταν σε συνταγματικό αδιέξοδο. Αιτία της κρίσης υπήρξαν οι ριζικές διαφωνίες μεταξύ των δύο κοινοτήτων, για την εφαρμογή της συνταγματικής πρόνοιας για τη δημιουργία ξεχωριστών τουρκοκυπριακών δήμων, στις πέντε από τις έξι πόλεις της Κύπρου (εξαιρείτο η Κερύνεια). Η διαφωνία για τους δήμους εξελίχθηκε σε αποτυχημένο τεστ βιωσιμότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως δικοινοτικού κράτους. Η ελληνοκυπριακή κοινότητα, με ηγέτη τον Μακάριο, αντίκριζε με καχυποψία την εμμονή των Τουρκοκυπρίων για την εφαρμογή της πρόνοιας του συντάγματος για ξεχωριστούς δήμους, θεωρώντας ότι μια τέτοια εξέλιξη θα αποτελούσε το πρώτο βήμα προς τη διχοτόμηση. Ο τουρκικός στόχος για διχοτόμηση της Κύπρου ήταν βέβαια μια πραγματικότητα, αλλά και ο Μακάριος δεν είχε βγάλει από το μυαλό του την ένωση. Το κυπριακό κράτος που ιδρύθηκε το 1960 ήταν ένα ελληνοτουρκικό προτεκτοράτο, κατασκεύασμα των αναγκών του Ψυχρού Πολέμου. Δυνάμει της Συνθήκης Εγγυήσεως, η Βρετανία, η Ελλάδα και η Τουρκία είχαν εγγυηθεί το απαραβίαστο των συμφωνιών Ζυρίχης - Λονδίνου, έχοντας μάλιστα και δικαίωμα μονομερούς στρατιωτικής επέμβασης. Υπογράφηκε, επίσης, η Συνθήκη Συμμαχίας, βάσει της οποίας εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο η ΕΛΔΥΚ και η ΤΟΥΡΔΥΚ.

 

Η επιστροφή των Άγγλων

 

Την άνοιξη του 1963, ως αποτέλεσμα της συνταγματικής κρίσης για το ζήτημα των δήμων, ο Μακάριος διαμόρφωσε την άποψη πως η ρίζα του κακού ήταν οι Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας και πως η μόνη διέξοδος ήταν η ακύρωσή τους. Τέσσερα χρόνια μετά το τέλος του ένοπλου αγώνα της ΕΟΚΑ για την εκδίωξη των Άγγλων από την Κύπρο, ο Μακάριος επιδίωξε να φέρει ξανά πίσω την πρώην αποικιοκρατική δύναμη, για να μειώσει την επιρροή που απέκτησε στην Κύπρο η Τουρκία και κατ' επέκταση η Ελλάδα.

 

Στις 15 Μαΐου 1963 ο υπουργός Εξωτερικών Σπύρος Κυπριανού βολιδοσκόπησε τη βρετανική κυβέρνηση, κατά πόσο ήταν πρόθυμη να υποστηρίξει τροποποίηση των συμφωνιών του 1960, έτσι ώστε η Ελλάδα και η Τουρκία να «αποσυρθούν από τη Συνθήκη Εγγυήσεως» και η Κύπρος, ως μέλος της Κοινοπολιτείας, «να παραμείνει συνδεδεμένη αποκλειστικά με το Ηνωμένο Βασίλειο». Ο Κυπριανού συζήτησε το ζήτημα με τον υπουργό Κοινοπολιτειακών Σχέσεων Ντάνκαν Σαντς, στον οποίο μετέφερε τις απόψεις του Μακαρίου. Ο πρόεδρος της Κύπρου πίστευε πως «τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία δεν πρέπει να συνεχίσουν να είναι δυνάμεις που θα κατέχουν ειδική θέση στη Συνθήκη [Εγγυήσεως], αλλά η Βρετανία από μόνη της να αναλάβει αυτό το καθήκον». Ο Μακάριος εμπιστευόταν τη Βρετανία ότι δεν θα αναμειγνυόταν στα εσωτερικά της Κύπρου, αλλά δεν εμπιστευόταν την Τουρκία. Ο υπουργός Κοινοπολιτειακών Σχέσεων Ντάνκαν Σαντς είπε στον Κυπριανού ότι δεν ήταν σε θέση να του δώσει μια γρήγορη απάντηση και του υπέδειξε να συζητήσει τις εισηγήσεις του με τον ύπατο αρμοστή της Βρετανίας στη Λευκωσία, Άρθουρ Κλαρκ. Ο Κυπριανού εξέλαβε την παρότρυνση αυτή του Ντάνκαν Σαντς ως «πράσινο φως» για την έναρξη κυπροβρετανικών διαβουλεύσεων για την κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεως.

 

Το σχέδιο του Μακαρίου

 

Αφού ενημέρωσε τον Μακάριο, ο Κυπριανού συναντήθηκε με τον ύπατο αρμοστή Άρθουρ Κλαρκ, στις 29 Μαΐου 1963, και συζήτησε μαζί του την πρόταση της κυπριακής κυβέρνησης. Το σχέδιο του Μακαρίου, όπως το εξήγησε ο Κυπριανού στον Κλαρκ, προέβλεπε μια πλήρως ανεξάρτητη Κύπρο, με τροποποιημένο σύνταγμα, απαλλαγμένο από οποιαδήποτε εξάρτηση από την ιδιόρρυθμη εσωτερική πολιτική στην Τουρκία και την Ελλάδα, αλλά σε στενή συνεργασία με τη Βρετανία, είτε μέσω της Κοινοπολιτείας είτε μιας νέας συνθήκης συμμαχίας με τη Βρετανία, για την προστασία της Κύπρου από εξωτερική απειλή. Ο Κλαρκ ήγειρε στη συνάντηση με τον Κυπριανού τις δυσκολίες που είχε η Τουρκία να αποδεχτεί μια τέτοια πρόταση. Η κυβέρνηση της Τουρκίας πιθανό να ήταν ιδιαίτερα αλλεργική σε «ένα τέτοιο ξεπούλημα που θα αλλοίωνε τον προσεκτικά ισορροπημένο δεσμό των συμφωνιών», του είπε.

 

Η πρόθεση του Μακαρίου για κατάργηση των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας, συζητήθηκε σε υπηρεσιακό επίπεδο στο Λονδίνο μεταξύ των αρμόδιων υπουργείων Εξωτερικών και Κοινοπολιτειακών Σχέσεων. Τα δύο υπουργία απέρριψαν την εισήγηση του Μακαρίου για πλήρη ανατροπή των συμφωνιών ως ανέφικτη. Ωστόσο, το Λονδίνο κατανοούσε την επιθυμία της κυπριακής κυβέρνησης «να προβεί, υπό το φως της εμπειρίας, σε μερικές πρακτικές τροποποιήσεις ορισμένων προνοιών του Συντάγματος», νοουμένου ότι αυτό μπορούσε να γίνει σε συμφωνία με τους Τουρκοκύπριους. Η πιο πάνω θέση της βρετανικής κυβέρνησης μεταφέρθηκε προφορικά από τον Άρθουρ Κλαρκ στον Μακάριο, στις 19 Ιουνίου 1963.

 

Τον Αύγουστο του 1963 ο Μακάριος έδωσε οδηγίες στον Κληρίδη να ετοιμάσει εισηγήσεις για την τροποποίηση του συντάγματος, ενώ άρχισε πλέον να προβάλλει δημόσια τις απόψεις του περί τροποποίησης του συντάγματος. Ο τουρκοκυπριακός τύπος άρχισε να προβάλει τη διχοτόμηση ως τη μόνη διέξοδο. Η κατάσταση στο εσωτερικό μέτωπο προσέλαβε δραματικές διαστάσεις, με τον πληθυσμό να προετοιμάζεται για πολεμική σύγκρουση.

 

Στην Κύπρο δρούσε τότε η καλά οργανωμένη και άρτια εξοπλισμένη οργάνωση ΤΜΤ, η οποία ιδρύθηκε από το 1957 ως αντίβαρο στην ΕΟΚΑ. Η ΤΜΤ ήταν η προέκταση του τουρκικού βαθέος κράτους στην Κύπρο και υπαγόταν στο Τμήμα Ειδικού Πολέμου του τουρκικού Επιτελείου. Το τμήμα αυτό ιδρύθηκε και οργανώθηκε από τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο της διεθνούς αντικομουνιστικής τους εκστρατείας.

 

Με αφορμή την ύπαρξη της ΤΜΤ και λόγω των πολιτικών εξελίξεων στο Κυπριακό, ο υπουργός Εσωτερικών του Μακαρίου, Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, ίδρυσε το 1962 τη δική του Οργάνωση. Η Οργάνωση είχε οργανική σχέση με τον ΙΔΕΑ που ήταν το ελληνικό βαθύ κράτος, δημιούργημα κι αυτό των ΗΠΑ, για να εξυπηρετεί τις ανάγκες της ψυχροπολεμικής τους πολιτικής. Ο Μακάριος εμπιστεύτηκε στην Οργάνωση και στον ΙΔΕΑ την ευθύνη της προστασίας του πληθυσμού, στην περίπτωση που η Τουρκία θα επιδίωκε σύγκρουση με αφορμή τις προτάσεις του για τροποποίηση του συντάγματος.

 

Οι Τούρκοι περιμένουν κρίση

 

Στις 2 Σεπτεμβρίου 1963 το Φόρεϊν Όφις κυκλοφόρησε μνημόνιο στις διπλωματικές του αποστολές στο εξωτερικό για τις εξελίξεις στην Κύπρο, στο οποίο αναφερόταν ότι η Βρετανία θα έπρεπε να ήταν σθεναρά αντίθετη σε οποιανδήποτε Συνταγματική αναθεώρηση, χωρίς την πλήρη συμφωνία όλων των ενδιαφερομένων μελών. Ακόμη, το Φόρειν Όφις συνέταξε νότα προς την κυπριακή κυβέρνηση και εξέφραζε την πλήρη διαφωνία της Βρετανίας στην πρόθεση του Μακάριου να αναθεωρήσει το Σύνταγμα και να καταγγείλει τις Συνθήκες. Όμως, το Υπουργείο Κοινοπολιτειακών Σχέσεων, στο οποίο υπαγόταν η Κύπρος είχε αντίθετη γνώμη. Αντί νότας εισηγήθηκε την επίδοση επιστολής προς τον υπουργό Εξωτερικών Σπύρο Κυπριανού, στην οποία θα καταγραφόταν η διαφωνία της Βρετανίας για μονομερή καταγγελία των συμφωνιών. Η επιστολή επιδόθηκε στον Σπύρο Κυπριανού, στις 14 Σεπτεμβρίου. Την ίδια περίοδο ο Βρετανός επιτετραμμένος στην Άγκυρα Μόργκαν Μαν συναντήθηκε με το γενικό διευθυντή του Πρώτου Τμήματος, στο τουρκικό ΥΠΕΞ Μονσιέρ Τουλούι, ο οποίος χειριζόταν το Κυπριακό. Ο Τουλούι ανέπτυξε τις ακόλουθες τουρκικές θέσεις, σε σχέση με το αίτημα του Μακαρίου για αναθεώρηση του συντάγματος:

 

  • Η Τουρκία καλωσόριζε τις ενέργειες του Μακαρίου επειδή, κατά την τουρκική άποψη, «τέτοια κίνηση μπορεί κάλλιστα να δημιουργήσει συνθήκες που να ευνοούν την εκτέλεση ενός τουρκικού σχεδίου για διχοτόμηση».
  • Οι Τούρκοι «ουδέποτε θα δεχθούν αλλαγή του καθεστώτος στην Κύπρο, που να μη διασφαλίζει τα δικαιώματα και τα προνόμια των Τουρκοκυπρίων».
  • Η πολιτική της τουρκικής κυβέρνησης ήταν να μη χρεωθεί την ευθύνη για την έναρξη των συγκρούσεων. «Τόνισε ότι δεν θα είναι οι Τούρκοι που θα ρίξουν τον πρώτο πυροβολισμό».
  • Η Τουρκία «ήταν διατεθειμένη να δεχθεί ότι έπρεπε οι πρώτες απώλειες της μάχης να είναι Τούρκοι για να δείξει στην παγκόσμια κοινή γνώμη ότι όλες οι μετέπειτα τουρκικές αντιδράσεις ήταν καθαρά αμυντικές». Όπως ανέφερε ο Μαν σε τηλεγράφημά του προς το Φόρεϊν Όφις «η ειρωνεία της τύχης θέλει τον Μακάριο να σπρώχνει σταδιακά τους Τούρκους στο σημείο όπου θα πρέπει να αναλάβουν τα πράγματα στα χέρια τους και έτσι να κάνουν αυτό που ο Μακάριος ήθελε ν΄ αποφύγει, δηλαδή το διαμελισμό της Κύπρου».

 

Ο «έντιμος μεσάζων»

 

Με εισήγηση του Βρετανού ύπατου αρμοστή στην Κύπρο, Άρθουρ Κλαρκ, πραγματοποιήθηκε στις 27 Σεπτεμβρίου 1963, σύσκεψη αξιωματούχων των Υπουργείων Εξωτερικών, Κοινοπολιτειακών Σχέσεων για να συζητήσουν την κατάσταση στην Κύπρο και να αποφασίσουν τη στρατηγική που θα ακολουθούσε η βρετανική διπλωματία. Ύστερα από συζήτηση, η σύσκεψη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η Βρετανία θα έπρεπε να αναλάβει ρόλο «έντιμου μεσάζοντος» μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου, διότι τυχόν κρίση θα έθετε σε κίνδυνο την επιχειρησιακή ικανότητα των βρετανικών βάσεων στο νησί. Η βρετανική διπλωματία αποφάσισε να δράσει ως εξής:

 

1. Να προσπαθήσει να πείσει την Τουρκία να αποδεχτεί να συζητήσει εποικοδομητικές εισηγήσεις του Μακαρίου, για περιορισμένης έκτασης αλλαγές στο κυπριακό σύνταγμα.

2. Μόνο αφού εξασφαλίσει τη συγκατάθεση της Τουρκίας να ενθαρρύνει τον Μακάριο να υποβάλει τις σχετικές εισηγήσεις.

 

Στο μεταξύ, στο Λονδίνο κατέφθαναν τηλεγραφήματα από την Άγκυρα, με πληροφορίες από όλα τα επίπεδα εξουσίας στην Τουρκία, για τον τρόπο με τον οποίο θα αντιδρούσε, σε περίπτωση πρωτοβουλίας του Μακαρίου για αναθεώρηση του συντάγματος. Σύμφωνα με τον βρετανό πρέσβη Άλλεν, οι Τούρκοι θεωρούσαν δεδομένο ότι η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη και ότι η Τουρκία δεν θα επενέβαινε ανοικτά με τις ένοπλες δυνάμεις της, εκτός αν επενέβαινε η Ελλάδα. Θα ενίσχυε, όμως, κρυφά το τουρκικό απόσπασμα και την κοινότητα με τη λαθραία διοχέτευση εθελοντών και όπλων. Ο Άλλεν σημείωνε στο τηλεγράφημά του πως «ήταν επικίνδυνο να υποτεθεί ότι οι Τούρκοι μπλοφάρουν» επειδή υπήρχαν εσωτερικοί πολιτικοί λόγοι που επέβαλλαν την εικόνα της «αποφασισμένης Τουρκίας, να υπερασπίσει μέχρι πικρού τέλους την τουρκική θέση στην Κύπρο».

 

«Με πλήρη μυστικότητα»

 

Στα τέλη Οκτωβρίου η Βρετανία ανέλαβε να διαδραματίσει ρόλο «έντιμου μεσάζοντα» μεταξύ Τουρκίας και Κύπρου, για τροποποίηση του Συντάγματος. Ο Ντένις Άλλεν συναντήθηκε με τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Ερκίν και του εξήγησε ότι ο Βρετανός ομόλογός του είχε πρόθεση να μεσολαβήσει «μόνο αν η Τουρκική Κυβέρνηση από την πλευρά της μπορούσε να δεχτεί ότι πιθανό να είναι απαραίτητη κάποια αλλαγή στον τρόπο λειτουργίας του κυπριακού Συντάγματος και να συμφωνήσει κατ' αρχήν στην αποτελεσματική συζήτηση μεταξύ των δυο πλευρών».

 

Ο Ερκίν δεν εξέφρασε γνώμη, αλλά συμφώνησε να του απαντήσει, αφού μελετούσε προσεκτικά το ζήτημα. Η τουρκική αρνητική απάντηση δόθηκε ένα μήνα μετά, κι αφού ο Μακάριος είχε υποβάλει τις εισηγήσεις του. Παρόλον που η απόφαση της βρετανικής διπλωματίας ήταν να ενθαρρύνει τον Μακάριο να υποβάλει εποικοδομητικές προτάσεις, μόνο αφού εξασφαλίσει την κατ' αρχήν θετική απάντηση από την Άγκυρα, ο ύπατος αρμοστής στη Λευκωσία Άρθουρ Κλαρκ, πήρε οδηγίες από το Λονδίνο και άρχισε αμέσως συζητήσεις με τον Μακάριο. Ο Μακάριος εισηγήθηκε στον Κλαρκ, να συζητήσει τις προτάσεις σε προσχέδιο με τον Κύπριο υπουργό Εξωτερικών. Ο Κλαρκ ενημέρωσε το Λονδίνο και, σύμφωνα με τον Ντέρεκ Ντότσον του Φόρεϊν Όφις, «εξουσιοδοτήθηκε να συμφωνήσει σε τούτο με την προϋπόθεση ότι μπορεί να γίνει με πλήρη μυστικότητα». Σύμφωνα με τον Γλαύκο Κληρίδη ο οποίος επεξεργαζόταν τις εισηγήσεις μαζί με τον Τάσσο Παπαδόπουλο, ο Μακάριος τον πίεζε να ολοκληρώσει τις προτάσεις, διότι ήθελε να τις δείξει στον Κλαρκ, για να καταγράψει τις βρετανικές αντιδράσεις. Οι Κληρίδης και Παπαδόπουλος εισηγήθηκαν την τροποποίηση δέκα σημείων του Συντάγματος, αλλά με υπόδειξη του Μακαρίου αυτά αυξήθηκαν σε 13, από τα οποία τα δύο ήταν προς όφελος των Τουρκοκυπρίων. Μόλις οι προτάσεις ολοκληρώθηκαν ο Μακάριος εξουσιοδότησε την αναπληρωτή υπουργό Εξωτερικών Στέλλα Σουλιώτη να τις παρουσιάσει στον Άρθουρ Κλαρκ για να κάνει παρατηρήσεις. Ο Βρετανός διπλωμάτης, ακολουθώντας τις οδηγίες που πήρε από το Λονδίνο, έκανε χειρόγραφες διορθώσεις στο κείμενο.

 

Η άμεση εμπλοκή του Κλαρκ στη διαμόρφωση των τελικών εισηγήσεων για την τροποποίηση του Συντάγματος, θεωρήθηκε από τον Μακάριο ως στήριξη της πρωτοβουλίας του από τη Βρετανία. Ο Μακάριος, για να δεσμεύσει και επίσημα τη βρετανική κυβέρνηση ότι έλαβε γνώση των εισηγήσεών του, απέστειλε, στις 12 Νοεμβρίου, ένα προσχέδιο στον Άρθουρ Κλαρκ, προκειμένου να πληροφορηθεί «η κυβέρνηση της αυτού εξοχότητας τα κύρια σημεία τα οποία κατά τη γνώμη μας χρίζουν τροποποίησης». Η βρετανική κυβέρνηση δεν έκανε κανένα σχόλιο για τις εισηγήσεις του Μακαρίου, γεγονός που ερμηνεύτηκε από τον τελευταίο ότι το Λονδίνο τις ενέκρινε.

 

Ο Μακάριος δεν άγγιξε το θεμελιώδες ζήτημα των Συνθηκών Εγγυήσεως και Συμμαχίας, όπως αρχικά προγραμμάτιζε. Όμως, οι εισηγήσεις του για την τροποποίηση των 13 σημείων του Συντάγματος ανέτρεπαν εκ βάθρων τις συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου. Γι' αυτό και έπρεπε να αναμένει ότι η Τουρκία και κατ' επέκταση η τουρκοκυπριακή κοινότητα θα τις απέρριπταν. Ωστόσο, θεωρώντας ότι είχε την πλήρη στήριξη της Βρετανίας και την στρατιωτική κάλυψη του ΙΔΕΑ, υπέβαλε τις εισηγήσεις του στις 30 Νοεμβρίου. Με την υποβολή των εισηγήσεων προκλήθηκε κρίση, που σε διάστημα λιγότερο του ενός μηνός εξελίχθηκε σε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Οργάνωσης του Γιωρκάτζη και της ΤΜΤ του Ντενκτάς. Στα τέλη Δεκεμβρίου, οι Τουρκοκύπριοι αποχώρησαν από την Κυπριακή Δημοκρατία, ο πληθυσμός συγκεντρώθηκε σε θυλάκους και άρχισε η εφαρμογή του τουρκικού σχεδίου για τη δημιουργία δομών ξεχωριστού κράτους. Η Κυπριακή Δημοκρατία, ως δικοινοτικό κράτος, όπως είχε ιδρυθεί το 1960, έπαψε να υπάρχει.

 

Παγιδεύτηκε ο Μακάριος;

 

Το κυρίαρχο ερωτήματα που απασχολεί από τότε τους μελετητές αφορά στο ρόλο που διαδραμάτισε η Βρετανία και κατά πόσον είχε παγιδεύσει τον Μακάριο. Ορισμένοι μελετητές (πιο πρόσφατο παράδειγμα αποτελεί η κατά τα άλλα αξιόλογη εργασία της Νταϊάνας Μαρκίδου "Cyprus 1957-1963, From Colonial Conflict to Constitutional Crisis" ) καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι τα περί παγίδευσης του Μακαρίου από τους Βρετανούς αποτελεί θεωρία συνωμοσίας και επικαλούνται τις αλλεπάλληλες σαφείς προειδοποίησης της βρετανικής διπλωματίας προς τον Μακάριο να αποφύγει τις μονομερείς ενέργειες. Ωστόσο, οι προειδοποιήσεις αυτές σταμάτησαν στα τέλη Σεπτεμβρίου. Τον Οκτώβριο και το Νοέμβριο η Βρετανία ενεθάρρυνε άμεσα τον Μακάριο να προετοιμάσει εισηγήσεις, παρόλο ότι δεν υπήρξε καμιά απάντηση στη βολιδοσκόπηση που είχε γίνει προς τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών, γνωρίζοντας ότι η Τουρκία προετοίμαζε κρίση και αφήνοντας τα πράγματα να εξελιχθούν κατά τρόπο που μετά βεβαιότητας θα κατέληγαν σε σύγκρουση. Είναι γεγονός ότι το υπουργείο Κοινοπολιτειακών Σχέσεων αντίκριζε με συμπάθεια τα ανοίγματα του Μακαρίου προς τη Βρετανία, προφανώς διότι έβλεπε να αναβίωνε η χαμένη του αίγλη. Το υπουργείο αυτό έπνεε τότε τα λοίσθια, ως αποτέλεσμα της διάλυσης της βρετανικής αυτοκρατορίας και το 1964 συγχωνεύθηκε με το Φόρεϊν Όφις, το οποίο καθόριζε πλέον τη βρετανική εξωτερική πολιτική.

 

Το Φόρεϊν Όφις είχε από πολύ ενωρίς προσαρμοστεί στο νέο αμερικανοβρετανικό δόγμα, όπως το είχαν συμφωνήσει οι Αϊζενχάουερ και Μακμίλαν, ύστερα από τη βρετανική ήττα στο Σουέζ, το 1956, και ισχύει μέχρι τις μέρες μας, σύμφωνα με το οποίο, οι ΗΠΑ έχουν την ηγεμονία του δυτικού κόσμου και η Βρετανία ικανοποιείται με το καθεστώς του στενότερου συμμάχου. Το Φόρεϊν Όφις, ως ο κύριος εκφραστής της βρετανικής πολιτικής, εκμεταλλεύτηκε τη σχέση συμπάθειας του Υπουργείου Κοινοπολιτειακών Σχέσεων με την Κύπρο και οδήγησε τα πράγματα σε σύγκρουση, που είχε ως κατάληξη την επαναβεβαίωση, εκ μέρους των ΗΠΑ, του πνεύματος των συμφωνιών του 1960, που ήθελαν την Κύπρο ελεγχόμενο προτεκτοράτο. Ο Μακάριος, με την απόφαση του να καταγγείλει τις Συνθήκες Εγγυήσεως και Συμμαχίας, για να καταστεί η Κύπρος πραγματικά ανεξάρτητο κράτος, έβγαζε το νησί εκτός του πλαισίου που το είχαν τοποθετήσει οι διεθνείς γεωπολιτικές ισορροπίες, σε μια εποχή που ο Ψυχρός Πόλεμος βρισκόταν στο αποκορύφωμα του. Διά της σύγκρουσης του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμού στην Κύπρο, ενδυναμώθηκε η επιρροή των δύο μητέρων πατρίδων στο νησί, το οποίο τοποθετήθηκε εκ νέου εντός του πλαισίου.

 

Οι ευθύνες

 

Ο Μακάριος, τρία χρόνια μετά την ανεξαρτησία, δεν είχε αντιληφθεί ότι οι συμφωνίες Ζυρίχης - Λονδίνου εξυπηρετούσαν την αμερικανική ψυχροπολεμική πολιτική που ήθελε την Κύπρο ένα ασθενές κρατίδιο, υπό την κηδεμονία των δύο μητέρων πατρίδων. Εάν ο Μακάριος είχε ορθή αντίληψη των πραγματικοτήτων, έπρεπε να γνωρίζει ότι ήταν αδύνατο να έχει την υποστήριξη που προσδοκούσε από τη Βρετανία. Θα έπρεπε, επίσης, να αναμένει τη βίαιη αντίδραση της Τουρκίας και σε καμιά περίπτωση δεν θα εμπιστευόταν στον Γιωρκάτζη και στο ελληνικό βαθύ κράτος την ευθύνη της στρατιωτικής οργάνωσης του πληθυσμού. Οι διπλωματικοί του χειρισμοί πρόδιδαν μια βυζαντινού χαρακτήρα πολιτική, η οποία απέδιδε τα μέγιστα στο εσωτερικό, αλλά αποδείχθηκε καταστροφική στο διεθνές περιβάλλον και διευκόλυνε τα μέγιστα τους τουρκικούς σχεδιασμούς για διχοτόμηση της Κύπρου.


Μακάριος Δρουσιώτης

Πολίτης

28/12/2003