• Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Ιστορία | Πραξικόπημα

ΤΟ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΙΚΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΤΟΥ ΣΤΕΪΤ ΝΤΙΠΑΡΤΜΕΝΤ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ

«Η πολιτική των ΗΠΑ εκλήφθηκε ως πράσινο φως στα σχέδια Ιωαννίδη»

Το 1974 ο Δημήτριος Ιωαννίδης είχε την απόλυτη κυριαρχία στη χούντα που κυβερνούσε την Ελλάδα. Στην Κύπρο δρούσε ακόμη η παράνομη οργάνωση ΕΟΚΑ Β, η οποία υπονόμευε την κρατική υπόσταση της Κύπρου σε συνεργασία με σκληροπυρηνικούς χουντικούς αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς. Την άνοιξη του '74 ο Μακάριος αποφάσισε να καθαρίσει τους λογαριασμούς του με τον Ιωαννίδη και ζήτησε την ανάκληση όλων των Ελλήνων αξιωματικών από την Εθνική Φρουρά. Η κρίση στις σχέσεις Αθηνών - Λευκωσίας είχε αποτέλεσμα το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου και επακόλουθο την τουρκική εισβολή και την κατοχή της Κύπρου.

 

Από τότε υπήρχε η έντονη πεποίθηση ότι η αμερικανική CIA υπέθαλψε το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου. Τον Σεπτέμβριο του 1974 το Γραφείο Πληροφοριών και Ερευνών του Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπέβαλε σχετικό υπόμνημα στον υπουργό Εξωτερικών Χένρι Κίσινγκερ, στο οποίο καταγράφονται ημερολογιακά τα γεγονότα, με βάση τη διπλωματική αλληλογραφία και τις πληροφορίες που έφταναν από τη CIA στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ για τη σύγκρουση Μακαρίου - Ιωαννίδη. Σκοπός του υπομνήματος ήταν να εντοπίσει τυχόν ευθύνες της αμερικανικής διπλωματίας στη μη ματαίωση των σχεδίων του Ιωαννίδη να ανατρέψει τον Μακάριο.

 

Το υπόμνημα, που φέρει τον τίτλο «Το πραξικόπημα στην Κύπρο μετά τη σφαγή», ήταν απόρρητο και αποχαρακτηρίστηκε πρόσφατα. Το μεγαλύτερο μέρος του δημοσιεύεται στη συνέχεια και είναι αποκαλυπτικό για την παραπληροφόρηση που έστελνε η CIA στην Ουάσιγκτον:

 

«...Ο Ιωαννίδης θεωρούσε τον Μακάριο εξαρτημένο από τη στήριξη του κυπριακού Κομμουνιστικού Κόμματος και επικίνδυνα ευγνώμονα προς την ΕΣΣΔ. Ηταν, άλλωστε, απογοητευμένος από την ανεξαρτησία του Μακαρίου από την επιρροή των Αθηνών και από την αδυναμία του να επηρεάσει τις πολιτικές της Λευκωσίας, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των διακοινοτικών προβλημάτων.

 

Μετά το θάνατο του στρατηγού Γρίβα, τον Ιανουάριο (1974), ο Ιωαννίδης ξεκίνησε εκστρατεία για να αποκτήσει τον έλεγχο της τρομοκρατικής οργάνωσης ΕΟΚΑ Β, χρησιμοποιώντας την Εθνική Φρουρά, που ήταν υπό την ηγεσία αξιωματικών αποσπασμένων από τον ελληνικό στρατό.

 

Από την πλευρά του ο Μακάριος θεωρούσε από καιρό την Εθνική Φρουρά υποχείριο των Αθηνών, φυτώριο ανατρεπτικών δραστηριοτήτων και μια δύναμη που έπρεπε να φοβάται.

 

Η ένταση κορυφώθηκε στις αρχές Μαΐου, όταν αντάρτες της ΕΟΚΑ Β, με πιθανή συνενοχή Ελλήνων αξιωματικών, έκλεψαν όπλα από αποθήκες της Εθνικής Φρουράς. Με επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών της Ελλάδας, Τετενέ, ο Μακάριος διαμαρτυρήθηκε για τις δραστηριότητες της Εθνικής Φρουράς. Εως τα μέσα του Μαΐου η πορεία προς τη σύγκρουση είχε ξεκινήσει.

 

Το αμερικανικό διάβημα

 

Στις 17 Μαΐου το Στέιτ Ντιπάρτμεντ πρότεινε όπως η πρεσβεία στην Αθήνα προσεγγίσει την ελληνική ηγεσία, συμπεριλαμβανομένου του Ιωαννίδη, και να της μεταφέρει την ανησυχία των ΗΠΑ για τις εξελίξεις στην Κύπρο. Στις 24 Μαΐου η πρεσβεία συνιστούσε να μη γίνει τέτοιο διάβημα για τους κάτωθι λόγους:

 

- Ο υπουργός Εξωτερικών Τετενές είχε καταγγείλει την κλοπή όπλων.

- Ως ένθερμος αντι-κομμουνιστής, που έβλεπε τον Μακάριο υπερβολικά χαλαρό προς τις κομμουνιστικές δραστηριότητες στο νησί, ο Ιωαννίδης θα αντιδρούσε αρνητικά.

- Η άμεση επαφή με τον Ιωαννίδη εμπεριείχε κινδύνους που θα μπορούσαν να επηρεάσουν αρνητικά τα συμφέροντα ασφαλείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα.

 

Από την άλλη, η πρεσβεία της Λευκωσίας, στις 29 Μαΐου, ενέκρινε την έγκαιρη αμερικανική προσέγγιση τόσο προς τη στρατιωτική όσο και προς την πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, με το επιχείρημα ότι συμμετοχή της Εθνικής Φρουράς σε μια κίνηση της ΕΟΚΑ Β για την ανατροπή του Μακαρίου θα προκαλούσε δυναμική τουρκική αντίδραση.

 

Στις 29 Μαΐου ο Ιωαννίδης ενημέρωσε πηγή της CIA (ο Ιωαννίδης είχε απευθείας επαφή με τη CIA μέσω του υποσταθμάρχη στην Αθήνα Ρόναλντ Εστες) ότι:

 

- Η Ελλάδα ήταν σε θέση να απομακρύνει τον Μακάριο με ελάχιστη αιματοχυσία και αισθανόταν ότι η Τουρκία θα έδινε τη σιωπηρή συγκατάθεσή της σε ένα πραξικόπημα.

- Θα μπορούσε είτε να αποσύρει τα ελληνικά στρατεύματα από την Κύπρο και να αφήσει τον Μακάριο να τα βγάλει πέρα μόνος του είτε να τον ανατρέψει, όμως και οι δύο επιλογές ήταν δυσάρεστες και άκρως επικίνδυνες.

 

Στις 13 Ιουνίου η πρεσβεία της Αθήνας ανέφερε ότι έθεσε τις ανησυχίες που περιέχονταν στο τηλεγράφημα της 17ης Μαΐου του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, στον επικεφαλής του Γραφείου Κύπρου στο ελληνικό υπουργείο Εξωτερικών.

 

Ο Μακάριος προετοιμάζεται

 

Περί τα τέλη Μαΐου αρχίσαμε να παίρνουμε πληροφορίες για τα σχέδια του Μακαρίου για δραστική μείωση της δύναμης της Εθνικής Φρουράς και την εκδίωξη των Ελλήνων αξιωματικών. Κατά τη διάρκεια του Ιουνίου ο Μακάριος ενέτεινε τις δημόσιες επιθέσεις του κατά της Εθνικής Φρουράς και υποσχέθηκε να εξυγιάνει τη δύναμη.

 

Στις 17 Ιουνίου η πρεσβεία της Λευκωσίας πρότεινε όπως οι ΗΠΑ, χωρίς να επικροτούν τις προσπάθειες του Μακαρίου να αποκτήσει τον έλεγχο επί της Εθνικής Φρουράς, συνεχίσουν τις προσπάθειες για να πείσουν την Αθήνα ότι η ανατροπή του Μακαρίου θα δημιουργήσει αστάθεια.

 

Στις 19 Ιουνίου ο Ιωαννίδης πληροφόρησε πηγή της CIA ότι

 

- Δεν είχε ακόμη αποφασίσει κατά πόσο θα αποσυρόταν εντελώς από την Κύπρο ή να ανατρέψει τον Μακάριο και στη συνέχεια να ασχοληθεί απευθείας με την Τουρκία για το μέλλον του νησιού.

- Πίστευε ότι ο Μακάριος είχε επιλέξει εκείνη την περίοδο της ελληνοτουρκικής έντασης για το Αιγαίο για να εδραιώσει την εξουσία και να καταστρέψει την ελληνική επιρροή στην Κύπρο.

- Οι Τούρκοι θα συμφωνήσουν στην απομάκρυνση του μεγαλύτερού τους εχθρού, του Μακαρίου», κι αν όχι, θα προτείνει μια συνολική συμφωνία για την επίλυση όλων των εκκρεμούντων προβλημάτων μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Οι όροι του ισοδυναμούσαν με τουρκική συνθηκολόγηση στην Κύπρο και το Αιγαίο.

- Θεωρεί ότι το μόνο σημαντικό εμπόδιο στην επίτευξη μιας τέτοιας συμφωνίας ήταν η αβέβαιη αντίδραση της ΕΣΣΔ.

- Υποψιάζεται ότι οι ΗΠΑ θα ευνοήσουν μια ελληνοτουρκική συμφωνία που θα άρει όλα τα σημεία τριβής μεταξύ των δύο χωρών.

 

Στις 24 Ιουνίου ο πρέσβης στην Αθήνα Χένρι Τάσκα εξέφρασε αυξανόμενη ανησυχία για την εξέλιξη της κρίσης στην Κύπρο. Πίστευε ότι είχε ξεκινήσει η πρώτη φάση μιας κατά μέτωπο σύγκρουσης μεταξύ Μακαρίου και Ιωαννίδη. Συνέχισε να αντιτάσσεται σε αμερικανικό διάβημα προς την Αθήνα, επισημαίνοντας ότι αυτό θα εμφανιζόταν ως αμφισβήτηση στην εξαγγελθείσα ελληνική πολιτική στήριξης των διακοινοτικών συνομιλιών και αντίθεσης σε κάθε μορφής βίας στην Κύπρο.

 

Συμφωνώντας με τη σοβαρότητα της κατάστασης, όπως την είχε θέσει ο Τάσκα, και ότι ένα επίσημο αμερικανικό διάβημα δεν ήταν επιθυμητό τη δεδομένη στιγμή, η πρεσβεία της Λευκωσίας ανέφερε στις 27 Ιουνίου ότι ο Μακάριος ήταν σε αντιπαράθεση με τον Ιωαννίδη και την Ε.Φ. και όχι με την ΕΟΚΑ Β. Η Λευκωσία εκτιμούσε ότι η Αγκυρα ήταν πιθανόν να αντιδράσει γρήγορα ενάντια σε ένα "ενωτικό πραξικόπημα". Η πρεσβεία πρότεινε όπως ο πρέσβης Ρότζιερ Ντέιβις προειδοποιήσει τον Μακάριο για τους κινδύνους της αντιπαράθεσης και ότι θα πρέπει "να προσεγγιστεί ο Ιωαννίδης".

 

Η CIA ανέφερε στις 28 Ιουνίου ότι ο Ιωαννίδης θα συνεχίσει να λαμβάνει μέτρα για να ματαιώσει τις κινήσεις τακτικής του Μακαρίου, ενώ παράλληλα θα επεξεργάζεται με τους συμβούλους του ένα σχέδιο έκτακτης ανάγκης, που θα ισχύσει αν ο Μακάριος εξαναγκάσει την Ελλάδα σε αναμέτρηση.

 

Στις 29 Ιουνίου, στο National Intelligence Daily (άκρως απόρρητο ενημερωτικό δελτίο, που κυκλοφορεί κάθε πρωί στον Λευκό Οίκο) η CIA σημείωσε ότι ο Ιωαννίδης σκεφτόταν την προηγούμενη εβδομάδα τη δυνατότητα ανατροπής του Μακαρίου και να έλθει σε συνολική συμφωνία με την Αγκυρα, αλλά έκρινε ότι μια τέτοια κίνηση θα ήταν επικίνδυνη και ήταν απίθανο να την επιχειρήσει σύντομα, εκτός αν ο Μακάριος έπαιρνε πολύ μακριά το ζήτημα της Ε.Φ.

 

Στις 29 Ιουνίου, στο πλαίσιο των έντονων διαβημάτων μεταξύ Λευκωσίας και Αθήνας για την Εθνική Φρουρά, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανέθεσε στον Τάσκα να ενημερώνει τον Ιωαννίδη ότι οι ΗΠΑ ήταν κατηγορηματικά αντίθετες σε κάθε προσπάθεια μετακίνησης του Μακαρίου από την εξουσία με βίαια μέσα. Στην απάντησή του, την 1η Ιουλίου, ο Τάσκα έφερε αντίρρηση σε ένα τέτοιο διάβημα και συνέστησε να περιμένουμε μέχρι να έχουμε μια εκτίμηση από τον πρέσβη στη Λευκωσία Ρότζιερ Ντέιβις, ύστερα από την αρχική επαφή που θα είχε με τον Μακάριο και άλλες προσωπικότητες της Κύπρου. Ο Τάσκα προέβαλε τον ισχυρισμό ότι:

 

- Η κυβέρνηση της Ελλάδας είχε πλήρη επίγνωση της αντίθεσης των ΗΠΑ σε κάθε προσφυγή στη βία και ότι στήριζε μια ειρηνική λύση του κυπριακού προβλήματος μέσω διακοινοτικών συνομιλιών.

- Είχε εκφράσει την αμερικανική θέση την προηγούμενη εβδομάδα στον αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, ο οποίος είναι κοντά στον Πρόεδρο Γκιζίκη και στον Ιωαννίδη.

- Θα "αναφερόταν ξανά στο ενδιαφέρον μας για μια ειρηνική διευθέτηση", όταν θα έβλεπε τον Γκιζίκη την επόμενη ημέρα.

 

Στη συνέχεια ο πρέσβης Τάσκα ανέφερε ότι κατά τη συζήτηση που είχε με τον Γκιζίκη στις 2 Ιουλίου εξέφρασε την ικανοποίησή του για την επαναβεβαίωση της προσήλωσης της Ελλάδας στις διακοινοτικές συνομιλίες και την αντίθεσή της στη χρήση βίας. Θεωρούσε ότι το περιεχόμενο της συζήτησης αυτής θα μεταφερόταν στον Ιωαννίδη.

 

Στις 11 Ιουλίου η πρεσβεία της Αθήνας ανέφερε ότι εκτός από τις επαφές του Τάσκα, που αναφέρονται πιο πάνω, άλλοι παράγοντες της πρεσβείας "είχαν χρησιμοποιήσει τα δικά τους κανάλια για να μεταφέρουν τη θέση των ΗΠΑ κατά της καταφυγής στη χρήση βίας στην Κύπρο".

 

Στις 3 Ιουλίου η CIA ανέφερε ότι ο Ιωαννίδης είχε αποφασίσει, για την ώρα, να μην αναλάβει δράση κατά του Μακαρίου, λόγω:

 

- Της αβεβαιότητας για τη σοβιετική αντίδραση.

- Φοβόταν ότι η Τουρκία μπορεί να παρερμηνεύσει μια τέτοια κίνηση.

 

Στις 2 Ιουλίου ο Μακάριος έστειλε επιστολή στον Γκιζίκη και του ανακοίνωσε επίσημα το σχέδιό του να μειώσει δραστικά τη δύναμη της Εθνικής Φρουράς και απαιτούσε την ανάκληση των Ελλήνων αξιωματικών. Ο Μακάριος δημοσιοποίησε το περιεχόμενο της επιστολής. Την ίδια ημέρα, στην περίληψή του για τον υπουργό Εξωτερικών, το National Intelligence Daily σχολίασε ότι "η απόφαση του Μακαρίου για την απομάκρυνση πάνω από το 90% των Ελλήνων αξιωματικών θα προκαλέσει αντιπαράθεση με το καθεστώς Ιωαννίδη".

 

Στο National Intelligence Daily της 8ης Ιουλίου η CIA προέβλεψε ότι η κυβέρνηση της Ελλάδας θα προσπαθήσει να καθυστερήσει τις προσπάθειες του Μακαρίου για την απόσυρση των Ελλήνων αξιωματικών για να αγοράσει χρόνο.

 

Στις 5 Ιουλίου ο υπουργός Εξωτερικών Τετενές και τα επόμενα δύο υψηλότερα στελέχη του υπουργείου Εξωτερικών παραιτήθηκαν. Η CIA είχε αναφέρει στις 21 Ιουνίου ότι ο Τετενές είχε προειδοποιήσει για μια πιο ευνοϊκή στάση απέναντι στον Μακάριο και η παραίτησή του μπορεί να οφείλεται στην αποτυχία του να αποτρέψει τον Ιωαννίδη από το να αναλάβει δράση.

 

Ανταποκρινόμενο στην εισήγηση της πρεσβείας της Λευκωσίας της 27ης Ιουνίου, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ έδωσε στις 11 Ιουλίου οδηγίες στον πρέσβη Ρότζιερ Ντέιβις, στην περίπτωση που τεθεί από τον Μακάριο το θέμα των σχέσεων Ελλάδας-Κύπρου, σε προγραμματισμένη συνάντησή τους, να σχολιάσει ως εξής:

 

- Οι ΗΠΑ ενημέρωσαν την κυβέρνηση της Ελλάδας ότι καταφυγή στη βία θα επιδεινώσει τα προβλήματα στην Κύπρο.

- Η κυβέρνηση της Ελλάδας είναι ενήμερη της αντίθεσης των ΗΠΑ σε δραστηριότητες που τείνουν να απειλήσουν τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, τις ειρηνικές σχέσεις μεταξύ των συμμάχων μας και το καθεστώς της ενιαίας, κυρίαρχης και ανεξάρτητης Κύπρου.

- Οι ΗΠΑ ελπίζουν ότι οι διαφορές μεταξύ της Κύπρου και της Ελλάδας μπορούν να επιλυθούν κατά τρόπο που να συμβιβάζονται η κυριαρχία, η ανεξαρτησία και η ασφάλεια της Κύπρου με το συμφέρον της σταθερότητας στην περιοχή.

 

Ο Ντέιβις μετέφερε τις πληροφορίες αυτές στον Μακάριο στις 12 Ιουλίου. Την ίδια ημέρα, η CIA ανέφερε δήλωση Σοβιετικού διπλωμάτη στην Αθήνα ότι θα σταλεί ισχυρό σοβιετικό διάβημα στην ελληνική κυβέρνηση, προειδοποιώντας την να μην παρέμβει στην Κύπρο.

 

Στις 13 Ιουλίου στο ενημερωτικό δελτίο της CIA αναφερόταν ότι η Αθήνα αντέδρασε με μετριοπάθεια στην επιστολή του Μακαρίου με την οποία απαιτούσε την απόσυρση των Ελλήνων αξιωματικών, όμως το καθεστώς Ιωαννίδη ήταν ικανό να αποπειραθεί να ανατρέψει τον Μακάριο.

 

Πληροφορίες που εξασφάλισε η CIA στις 12 Ιουλίου, και λήφθηκαν από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 15 Ιουλίου, εμφάνιζαν τον Ιωαννίδη να πιστεύει πως η ανατροπή του Μακαρίου αυτή τη στιγμή θα είχε εκρηκτικές επιπτώσεις και δεν θα ήταν επιτυχής. Ο Ιωαννίδης πρόσθεσε ότι στις 12 Ιουλίου θα διαταζόταν η μείωση κατά 100 των Ελλήνων αξιωματικών στην Ε.Φ.

 

Συμπέρασμα

 

Σύμφωνα με τα αρχεία, υπήρχε πληθώρα πληροφοριών πριν από το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου για την εξέλιξη της κρίσης μεταξύ των κυβερνήσεων Κύπρου και Ελλάδας. Παρ' όλο που πολλές ήταν αντιφατικές, ακόμη και σκόπιμα παραπλανητικές, οι πληροφορίες έδειχναν προς επικείμενη κίνηση του Ιωαννίδη εναντίον του Μακαρίου.

 

Ο Ιωαννίδης μπορεί να αντιλήφθηκε μέσα από τις αμερικανικές προειδοποιήσεις, που έφτασαν σ' αυτόν, ότι η πρωταρχική ανησυχία των ΗΠΑ αφορούσε τη διακοινοτική βία. (Οταν τον ρώτησε άνθρωπος της CIA που τον συνάντησε λίγο μετά το πραξικόπημα για τις ξένες αντιδράσεις, ο Ιωαννίδης απάντησε "Οι Αμερικανοί είναι οκ".) Θα μπορούσε να συναχθεί το συμπέρασμα ότι, στο βαθμό που αφορούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες, τα χέρια του ήταν λυμένα, εάν το εγχείρημά του ήταν ενδοελληνικό. Μάλιστα, αμέσως μετά το πραξικόπημα στις 15 Ιουλίου, η κυβέρνηση Σαμψών έσπευσε να δώσει διαβεβαιώσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα.

 

Δεν μπορεί λοιπόν κανείς, με βάση τη συνημμένη έρευνα, να συμπεράνει ότι είχαμε στείλει σαφές και αξιόπιστο μήνυμα που θα μπορούσε να ονομαστεί "προειδοποίηση" για ένα επικείμενο πραξικόπημα. Αυτό που είχαμε ήταν επαρκείς ενδείξεις για να δικαιολογήσουν την καταιγίδα η οποία επερχόταν, ωστόσο η διπλωματική μας δράση, με βάση τη σημερινή αναδρομή, φαίνεται ότι ήταν ασθενής και όχι αποφασιστική. Ετσι, είναι πιθανό στην Αθήνα η πολιτική μας να εκλήφθηκε ως συναίνεση στα σχέδια του Ιωαννίδη, από τη στιγμή που η ελληνική χούντα δεν μπορούσε να γνωρίζει τα διάφορα σημειώματα μεταξύ του υπουργείου μας και της πρεσβείας στην Αθήνα».


Μακάριος Δρουσιώτης

Ελευθεροτυπία

16/07/2009