• Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Ιστορία | Έρευνες

Ματωμένα Χριστούγεννα 1963

Η παγίδα της Μ. Βρετανίας στον Μακάριο

ΔΙΠΛΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ με στόχο να ενθαρρυνθεί ο Αρχιεπίσκοπος και να προχωρήσει η αναθεώρηση του Συντάγματος

Η οριστική απόφαση του Μακαρίου να προχωρήσει σε εισηγήσεις για τροποποίηση του Συντάγματος λήφθηκε τον Ιούλιο του 1963. Ηταν τότε που είχε πάρει τις πρώτες διαβεβαιώσεις από τους Αγγλους, ότι έβλεπαν με κατανόηση τις προθέσεις του. Τον Αύγουστο όρισε μια επιτροπή απαρτιζόμενη από τον πρόεδρο της Βουλής Γλαύκο Κληρίδη, την υπουργό Δικαιοσύνης Στέλλα Σουλιώτη, τον υπουργό Εργασίας Τάσο Παπαδόπουλο, το δικαστή του Συνταγματικού Δικαστηρίου Μιχαλάκη Τριανταφυλλίδη και το γενικό εισαγγελέα Κρίτωνα Τορναρίτη, η οποία ανέλαβε να ετοιμάσει γραπτές εισηγήσεις. Το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας ήταν η ετοιμασία προτάσεων για αναθεώρηση δεκατριών σημείων του Συντάγματος.

 

Οι ελπίδες του Μακαρίου για επιτυχία του εγχειρήματός του αναπτερώθηκαν μετά την επιστροφή του Αρθουρ Κλαρκ από το Λονδίνο, ο οποίος του μετέφερε τα "καλά νέα". Το Λονδίνο είχε αποφασίσει να αναμιχθεί ενεργά, αλλά με μυστικότητα, στην όλη προσπάθεια. Ο Ντέρεκ Ντότσον, ενημερώνοντας το σερ Τζέφρι Χάρισον για το περιεχόμενο της σύσκεψης που έγινε στο Λονδίνο την 1η Οκτωβρίου 1963, κατά την οποία διατυπώθηκε γραπτώς η στρατηγική που θα ακολουθούσε η βρετανική διπλωματία στην προσπάθεια αναθεώρησης του Συντάγματος, έγραψε και τα εξής:

"Η δική μου άποψη λοιπόν είναι ότι θα πρέπει να αναλάβουμε το ρόλο του έντιμου μεσάζοντος, αν θα υπάρξει οποιαδήποτε πιθανότητα επίτευξης συμβιβασμού. Υπάρχουν φανεροί κίνδυνοι για μας, στην υιοθέτηση τέτοιας πορείας. Ομως ελπίζω ότι αυτοί θα μειωθούν. Δεν εισηγούμαι την ανάληψη ηγετικού ρόλου στη διαμόρφωση των προτάσεων για συνταγματική αναθεώρηση, αλλά ότι θα πρέπει να εργαστούμε για να εξασφαλίσουμε το ότι θα μας επιτραπεί να σχολιάσουμε τις προτάσεις του Αρχιεπισκόπου πριν αυτές δοθούν στους Τούρκους".

 

Οι κινήσεις Κλαρκ

 

Φαίνεται ότι στη διάρκεια των διαβουλεύσεων ο Κλαρκ βολιδοσκόπησε σχετικά την κυπριακή πλευρά και ακολούθως ενημέρωσε το Λονδίνο ότι ο Μακάριος επροτίθετο να συζητήσει μαζί του τις προτάσεις που θα υπέβαλλε στην άλλη πλευρά. Οπως γράφει σε σημείωμά του ο Ντόντσον, ο Κλαρκ "εξουσιοδοτήθηκε να συμφωνήσει σε τούτο, με την προϋπόθεση ότι μπορεί να γίνει με πλήρη μυστικότητα".

 

Ο Μακάριος είχε στις 23 Οκτωβρίου συνεργασία με τον Αρθουρ Κλαρκ και συζήτησε μαζί του το περιεχόμενο του πιο πάνω εγγράφου. Ηταν σ' αυτή τη συνάντηση που ο Βρετανός ύπατος αρμοστής έκανε ιδιόχειρες σημειώσεις στο προσχέδιο. Συνεπώς, καθόλου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα η εκδοχή ότι ο Αρθουρ Κλαρκ ενεργούσε εξ ιδίας πρωτοβουλίας. Παρά τις διαβεβαιώσεις που έπαιρνε ο Μακάριος από τον Κλαρκ, φαίνεται ότι είχε κάποιες αμφιβολίες. Ετσι, στις 12 Νοεμβρίου 1963, έστειλε επιστολή στον Κλαρκ, στην οποία έκανε αναφορά στη συνάντηση που είχαν στις 23 Οκτωβρίου. Στην ίδια επιστολή επισύναψε τον κατάλογο με τα 13 σημεία, προς ενημέρωση της βρετανικής κυβέρνησης, προτού αυτά υποβληθούν στην άλλη πλευρά. Στο βρετανικό Δημόσιο Αρχείο βρίσκονται αντίγραφα και αλληλογραφία για τα 13 σημεία του Συντάγματος με ημερομηνίες πολύ πριν από τις 30 Νοεμβρίου, όταν αυτά επιδόθηκαν επίσημα στον αντιπρόεδρο Φαζίλ Κουτσιούκ.

 

Η αγγλική διπλωματία λοιπόν ήταν πλήρως ενήμερη για τις προτάσεις του Μακαρίου, οι οποίες συντάχθηκαν με τη συνδρομή του Αρθουρ Κλαρκ. Στο σημείο αυτό να υπενθυμίσουμε ότι στην απόφαση που λήφθηκε στη σύσκεψη του Λονδίνου, ο Μακάριος θα ενθαρρυνόταν να υποβάλει προτάσεις, νοουμένου ότι θα εξασφαλιζόταν η συγκατάθεση των Τούρκων. Σύμφωνα με τις οδηγίες που είχαν δοθεί, σε πρώτη φάση ο πρέσβης της Βρετανίας στην Αγκυρα Ντένις Αλεν θα βολιδοσκοπούσε τους Τούρκους και μόνον αν εξασφάλιζε τη συγκατάθεσή τους, ο ύπατος αρμοστής στη Λευκωσία Αρθουρ Κλαρκ θα ενθάρρυνε τον Μακάριο να υποβάλει προτάσεις. Ωστόσο, όπως, προκύπτει από την αλληλογραφία, τη στιγμή που ο Κλαρκ συνεργαζόταν με τον Μακάριο για την ετοιμασία των προτάσεων, ο Ντένις Αλεν έγραφε από την Αγκυρα στο Λονδίνο ότι οι Τούρκοι δεν συζητούσαν τίποτα, πέρα από την εφαρμογή του ισχύοντος Συντάγματος:

"Οι Τούρκοι θα συμφωνούσαν να συζητήσουν με τον Μακάριο, μόνον εντός των πλαισίων του παρόντος Συντάγματος και χωρίς να προσβάλλεται η παρούσα προστασία που απολαμβάνει η τουρκοκυπριακή κοινότητα. Το να καθήσουν γύρω από την τράπεζα για να συζητήσουν αναθεώρηση του Συντάγματος, ισοδυναμεί, κατά τη γνώμη τους, με το να ζητήσεις από έναν καταδικασμένο να συζητήσει μαζί με το δικαστή τον τρόπο της εκτέλεσής του". Ο Ντένις Αλεν έγραψε ακόμη ότι οι Τούρκοι ανέμεναν ότι ο Μακάριος θα προχωρούσε μονομερώς σε λήψη μέτρων αναθεώρησης του Συντάγματος και "ότι ήταν λίγες οι πιθανότητες να πεισθεί με διπλωματικά μέσα να μην προχωρήσει. Εχουν συνεπώς δεχθεί ως δεδομένη την αναπόφευκτη σύγκρουση".

 

Ως προς την τακτική που θα ακολουθούσαν οι Τούρκοι, ο Αλεν έγραφε στην αναφορά του: "Θα τηρήσουν αυτοσυγκράτηση μέχρι την τελευταία στιγμή, το σημείο κινδύνου όμως θα φθάσει μόλις ο Μακάριος κάνει την πρώτη πραγματικά κίνησή του ενάντια στην τουρκική θέση στην Κύπρο, διαλύοντας, για παράδειγμα, τη Βουλή, σαν πρώτο βήμα προς αναθεώρηση του Συντάγματος, ή επεμβαίνοντας με τα τουρκικά δημαρχεία. Σ' αυτό το στάδιο, οι Τούρκοι θα αντιδράσουν με τη λήψη μέτρων για την προστασία της τουρκικής κοινότητας και με την εφαρμογή των σχεδίων τους για διαμελισμό, με τον τρόπο που έθιξε ο κος Τουλούι. "Σε περίπτωση σύγκρουσης στην Κύπρο, η Τουρκία δεν θα επέμβει ανοικτά με τις ένοπλες δυνάμεις της, εκτός αν επεμβεί η Ελλάδα. Θα ενισχύσει όμως κρυφά το τουρκικό απόσπασμα (ΤΟΥΡΔΥΚ) και την κοινότητα, με τη λαθραία διοχέτευση εθελοντών και όπλων. Η πλειονότητα του πρώτου είδους αναμφίβολα θα είναι στρατιωτικό προσωπικό με πολιτική αμφίεση". Στη συνέχεια, ο Ντένις Αλεν εκτιμά ότι "θα ήταν επικίνδυνο να υποτεθεί ότι οι Τούρκοι μπλοφάρουν. Υπάρχουν εσωτερικοί πολιτικοί λόγοι που επιβάλλουν την εικόνα της αποφασισμένης Τουρκίας να υπερασπίσει μέχρι πικρού τέλους την τουρκική θέση στην Κύπρο". Τέλος, γράφει "ότι η Τουρκία θα αναμένει, σύμφωνα με τα συμφραζόμενα της Συνθήκης Εγγυήσεως, την πλήρη υποστήριξή μας σε όλα τα στάδια των διπλωματικών ενεργειών και στα Ηνωμένα Εθνη. Σε περίπτωση σύγκρουσης, θα ήθελε από μας να μην αναμιχθούμε".

 

Τις ίδιες απόψεις εξέφρασε και ο γενικός γραμματέας του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών Φουάτ Μπαϊράμογλου, ο οποίος σε συνομιλία που είχε με τον Ντένις Αλεν στην Αγκυρα, στις 3 Οκτωβρίου 1963, του είπε:

"Ο κος Μπαϊράμογλου είπε ότι οποιεσδήποτε προσπάθειες για τροποποίηση του Συντάγματος της Κύπρου, που μειώνουν τη νομική υπόσταση της τουρκικής κοινότητας σε μειονότητα, θα προσκρούσουν αναγκαστικά στην ασυμβίβαστη αντίθεση της τουρκικής κοινότητας, του τουρκικού λαού και της τουρκικής κυβέρνησης και ως εκ τούτου ήταν εκ των προτέρων καταδικασμένες σε αποτυχία".

 

Δίνοντας με παραστατικό τρόπο τη θέση της Τουρκίας στο αίτημα για τροποποίηση του Συντάγματος, ο Μπαϊράμογλου είπε:

 

"Το Σύνταγμα ήταν ένα σπίτι που κτίστηκε, τούβλο προς τούβλο, με πολύ κόπο, μέσα στο οποίο δύο ίσες κοινότητες θα μπορούσαν να ζήσουν μαζί. Αν, όπως ισχυρίζεται ο Μακάριος, το κτίριο είναι ελαττωματικό, ας συνεργαστούν οι δύο κοινότητες, για να το επιδιορθώσουν. Ο Μακάριος, όμως, εισηγείτο ως αρχή την αφαίρεση των θεμελίων. Σ' αυτή την περίπτωση, το κτίριο θα κατέρρεε και η κάθε κοινότητα αναπόφευκτα θα αναγκαζόταν να ανεγείρει το δικό της ξεχωριστό σπίτι". Ο Μπαϊράμογλου κατέστησε σαφές ότι η τουρκική κυβέρνηση θα συνομιλούσε με την Κύπρο, αλλά για το πώς "θα βελτιώσουν τη λειτουργία του παρόντος Συντάγματος σε ορισμένα θέματα και όχι πώς θα καταργήσουν μερικές βασικές πρόνοιες".

 

Παρ' όλα αυτά, ο Αρθουρ Κλαρκ εργαζόταν με τον Μακάριο για την υποβολή προτάσεων. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι ενδεχομένως ο Κλαρκ, από υπερβάλλοντα ζήλο ή από συμπάθεια προς τους Ελλληνες, ξεπέρασε τα όρια των οδηγιών που πήρε. Η ενεργός ανάμιξη, ωστόσο, του Αρθουρ Κλαρκ, για την προετοιμασία των προτάσεων για αναθεώρηση 13 σημείων ήταν πασιφανής μέσα από την υπηρεσιακή αλληλογραφία, σε βαθμό που άλλοι Βρετανοί πρέσβεις διέβλεπαν ότι υπήρχε κάτι το ύποπτο. Ο Αγγλος πρέσβης στην Αθήνα Ραλφ Μάρεϊ, αμέσως μετά την εκδήλωση της κρίσης στην Κύπρο, έγραψε προσωπικά στον Ντότσον, για να του υποδείξει ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την ανάμιξη του Κλαρκ:

"Αναθεωρώντας τη ροή των πληροφοριών από τον ύπατο αρμοστή στη Λευκωσία (...) μου φαίνεται ότι, είτε με εμπιστευτικά μέσα είτε με άμεση επαφή, ο σερ Αρθουρ Κλαρκ και το προσωπικό του πιθανό να είχαν τόσο στενές σχέσεις με τους Ελληνοκυπρίους κατά τη διάρκεια εκπόνησης των προτάσεών τους, ώστε οι τελευταίοι να μπορούν αληθινά να υποθέσουν ότι έχουν διαβουλευθεί με τους Βρετανούς και έχουν εξασφαλίσει τη συγκατάθεσή τους".

 

Ο Μάρεϊ, που φαίνεται ότι δεν ήταν ενήμερος του παρασκηνίου, υπέθεσε ότι οι Κύπριοι παγίδευσαν τον Κλαρκ για να τον δεσμεύσουν: "Αποτελεί βέβαια ένα παλιό κόλπο, το να προκαλέσεις κάποιον να δει και ει δυνατό να συζητήσει την ουσία προτάσεων, με σκοπό να μπορέσεις, με αυτή του την ενέργεια, να δηλώσεις ότι ή τις είχε εγκρίνει ή δεν έφερε αντίρρηση και σκέφτηκα ότι στην πραγματικότητα αυτό είναι που είχε κάνει ο Κυπριανού".

 

"Θορυβήθηκα"

 

Ο Μάρεϊ, σχολιάζοντας τις προτάσεις Μακαρίου, αναφέρει: "Εξέφρασα την προσωπική μου άποψη, λέγοντας ότι θορυβήθηκα και αισθάνθηκα απογοήτευση από το φάσμα και τη φύση των προτάσεων για τα 13 σημεία. Βλέπω ξανά από αναφορά στο τηλεγράφημα 926 από Λευκωσία προς το υπουργείο Κοινοπολιτειακών Σχέσεων, ότι ο σερ Αρθουρ Κλαρκ (πιθανώς πριν δει το καθεαυτό κείμενο) τις θεωρούσε ``λογικές'', ενώ στον ίδιο χρόνο ενισχύει κατά μια φράση (``εξ όσων γνωρίζω γι' αυτές'') τη δική μου υπόθεση, ότι ούτε τις είχε δει στην ολοκληρία τους ούτε τις είχε συζητήσει και ούτε ``τις είχε εγκρίνει''. Εγώ ειλικρινά δεν μπορώ να δεχτώ ότι μπορούν να θεωρηθούν λογικές, όταν ιδωθούν μέσα από το πλαίσιο τού προβλήματος της τακτικής του να φέρεις τους Τούρκους να τις διαπραγματευτούν και σκέφτηκα ότι θα ήταν υγιές και ουσιώδες να θίξω το σημείο τούτο, παραμένοντας όμως προσεκτικός, παρουσιάζοντάς το σαν μια προσωπική αντίδραση. Πάλιν όμως θα σας είμαι ευγνώμων για τα σχόλιά σας, μήπως και ακολουθώ γραμμή που είτε δεν μπορεί να στηριχθεί ή που μπορεί να σας δημιουργήσει προβλήματα". Για τον Μάρεϊ, λοιπόν, που δεν είχε γνώση του παρασκηνίου, αλλά γνώριζε τη βρετανική πολιτική, τα 13 σημεία που υπέβαλε ο Μακάριος ήταν εκτός πραγματικότητας.

 

Το τουρκικό σχέδιο

 

Το ερώτημα είναι γιατί η αγγλική διπλωματία ενέκρινε και ενεθάρρυνε την υποβολή προτάσεων για αναθεώρηση των 13 σημείων του Συντάγματος, με τρόπο που εάν αυτή γινόταν αποδεκτή, θα σήμαινε ριζική αλλαγή των ισορροπιών στο νησί υπέρ των Ελλήνων, ενώ ήταν αυτοί που επέβαλαν το ρυθμιστικό ρόλο των Τούρκων στην Κύπρο. Στην αλληλογραφία της περιόδου δεν υπάρχει ίχνος αναφοράς που να αφήνει το παραμικρό περιθώριο αποδοχής συζήτησης από τους Τούρκους. Αντιθέτως, όλες οι αναφορές συγκλίνουν στο ότι οι Τούρκοι είχαν έτοιμο σχέδιο διχοτόμησης και ανέμεναν την ευκαιρία για να το εφαρμόσουν. Συνεπώς, δεν υπάρχει άλλη ερμηνεία από το ότι οι Αγγλοι μεθόδευαν κρίση, μέσα από την οποία οι Τούρκοι θα εφάρμοζαν το σχέδιό τους. Το τουρκικό σχέδιο για διχοτόμηση, με αφορμή τη συνταγματική κρίση στην Κύπρο, βρέθηκε στο χρηματοκιβώτιο του αντιπροέδρου Φαζίλ Κουτσιούκ, κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1963, φέρει τις υπογραφές του ιδίου και του Ντενκτάς, έχει ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1963 και καταγράφει με κάθε λεπτομέρεια τον τρόπο με τον οποίο οι Τούρκοι θα εκμεταλλεύονταν την κρίση. Στο τουρκικό έγγραφο, αφού καταγράφονται οι τουρκικές θέσεις σε σχέση με την εφαρμογή των συμφωνιών, περιγράφεται ο τρόπος με τον οποίο θα αντιδρούσαν οι Τούρκοι στην περίπτωση προσπάθειας για αναθεώρηση του Συντάγματος:

"Στην περίπτωση που οι Ελληνες καταγγείλουν επίσημα το Σύνταγμα ή προσπαθήσουν να το αναθεωρήσουν, πράγμα που για μας είναι το ίδιο, η τουρκική κοινότητα θα πάρει τη μοίρα της στα χέρια της και θα εγκαθιδρύσει μια Κυπριακή Δημοκρατία εκτός των συμφωνιών της Ζυρίχης, σύμφωνα με το αξίωμα ``πάσσαλος πασσάλω εκκρούεται''".

 

Στο έγγραφο αναφέρεται ότι οι Τουρκοκύπριοι από μόνοι τους, χωρίς τη βοήθεια της Τουρκίας, δεν θα μπορούσαν να αντεπεξέλθουν και επισημαίνεται ότι "είναι θεμελιώδες να συμφωνήσουμε προηγουμένως με τη μητέρα πατρίδα σε μια γραμμή δράσης που θα βασίζεται απόλυτα σ' ένα λεπτομερειακό σχέδιο". Τα κυριότερα σημεία ενός τέτοιου σχεδίου, το οποίο θα εφαρμοζόταν με αφορμή απόπειρα τροποποίησης του Συντάγματος, όπως αυτά καταγράφονται στο τουρκικό έγγραφο, είναι τα ακόλουθα:

  • "1. Ο Τούρκος αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας θα γίνει αποδεκτός ως πρόεδρος της (τουρκικής) Δημοκρατίας από την τουρκική κοινότητα και μια κυβέρνηση, που θα απαρτίζεται εξ ολοκλήρου από Τούρκους, θα σχηματισθεί σύμφωνα με τις προβλέψεις του ισχύοντος Συντάγματος.
  • 2. Η μητέρα πατρίδα θα αναγνωρίσει αμέσως την κυβέρνηση που θα σχηματισθεί και η οποία θα ζητήσει αμέσως βοήθεια απ' αυτήν.
  • 3. ... Αν χρειασθεί, θα αναγνωρισθούν αμέσως δικαιώματα ιθαγένειας σε Κυπρίους που ζουν στην Τουρκία (...) και θα τους δοθούν διαβατήρια τα οποία θα έχουν προετοιμασθεί για την Τουρκική Δημοκρατία, για να εξασφαλισθεί κατ' αυτόν τον τρόπο η εισχώρησή τους στην Κύπρο.
  • 4. Οι Τούρκοι μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων και οι Τούρκοι μέλη της Κοινοτικής Συνέλευσης, να σχηματίσουν τη Βουλή της Δημοκρατίας και θα αποδεχθούν τις πρόνοιες του ισχύοντος Συντάγματος για την εγκαθίδρυση μιας Δημοκρατίας αποτελούμενης αποκλειστικά από Τούρκους".

Στο ίδιο έγγραφο αποκαλύπτονται οι στόχοι των Τούρκων για αποσκίρτηση από το ενιαίο κράτος μέσα από μια συνταγματική κρίση, την οποία στην ανάγκη θα προκαλούσαν οι ίδιοι. Αναφέρεται συγκεκριμένα ότι στην περίπτωση που οι Ελληνες δεν προχωρούσαν στην αναθεώρηση του Συντάγματος, στόχος της τουρκικής κοινότητας έπρεπε και πάλι να ήταν η εγκαθίδρυση μιας χωριστής Δημοκρατίας. Για να προκαλέσουν, όμως, τους Ελληνες να προχωρήσουν σε αναθεώρηση, οι Τούρκοι προγραμμάτιζαν να εφαρμόσουν τακτική κωλυσιεργίας: "Για να κάνουμε ακόμη πιο δύσκολη στους Ελληνες την εφαρμογή του Συντάγματος σε κάθε τομέα", αναφέρει συγκεκριμένα το έγγραφο, "πρέπει να γίνουν πιο δραστήριες ενέργειες από τον Τύπο. Το φυσικότερο αποτέλεσμα μιας τέτοιας δράσης θα είναι ότι όλα τα μέλη της τουρκικής δημόσιας υπηρεσίας, στηριζόμενα στα καθήκοντά τους και στο Σύνταγμα, θα συγκρουσθούν με τους Ελληνες". Στο σχέδιό τους οι Τούρκοι πρόβλεπαν ακόμη και τρόπους αύξησης του τουρκικού πληθυσμού στο νησί: "Είναι απαραίτητο να δημιουργηθούν γρήγορα στενοί δεσμοί μεταξύ Κύπρου και μητέρας πατρίδας, ιδιαίτερα διά θαλάσσης (ferry-boat κ.λπ.) και ν' αυξηθεί όσο γίνεται ο πληθυσμός των Τούρκων του νησιού με την είσοδο δήθεν τουριστών από την Τουρκία".

 

Οι Τούρκοι ήταν βέβαιοι πως όταν ολοκληρώνονταν όλες οι προετοιμασίες από οικονομικής, στρατιωτικής και ηθικής πλευράς, κάποια ευκαιρία θα τους δινόταν να εφαρμόσουν το σχέδιό τους. "Μέχρι τότε", πρόβλεψαν, "οι Ελληνες θα μας δώσουν πολλές ευκαιρίες σ' αυτό το θέμα και είναι φανερό από τώρα ότι τις περισσότερες ευκαιρίες θα μας τις δώσουν με τη συμπεριφορά τους".

 

Στο κείμενο του εγγράφου της ΤΜΤ είναι διάχυτες οι θέσεις του Ραούφ Ντενκτάς, οι οποίες επηρεάζουν την πολιτική του σκέψη μέχρι και σήμερα. Η φιλοσοφία του σχεδίου συνάδει απόλυτα με την πολιτική που ακολουθήθηκε αμέσως μετά τα επεισόδια του 1963 και όλα τα στάδια που προβλέπει το σχέδιο έχουν υλοποιηθεί. Πέραν τούτου, οι ίδιες θέσεις καταγράφονται σε αναφορές Βρετανών διπλωματών που υπηρετούσαν στην πρεσβεία της Αγκυρας.

 

Ακρίτας εναντίον ΤΜΤ

 

Το 1962, όταν η διαδικασία διάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας μπήκε στην τελική ευθεία, παρατηρήθηκε αναζωπύρωση της δραστηριότητας της ΤΜΤ, την οποία καθοδηγούσαν σε πολιτικό επίπεδο ο Ντενκτάς και σε στρατιωτικό ο διοικητής της ΤΟΥΡΔΥΚ, συνταγματάρχης Τουρκούτ Σουνάλπ. Ακριβώς εκείνη την περίοδο εμφανίστηκε και μια ελληνοκυπριακή οργάνωση, η οποία είχε για αρχηγό της τον υπουργό Εσωτερικών Πολύκαρπο Γιωρκάτζη (υπέγραφε με το ψευδώνυμο Ακρίτας). Τα μέλη της οργάνωσης αυτής ανέλαβαν να εκπαιδεύσουν αξιωματικοί της ΕΛΔΥΚ, κατά κύριο λόγο στελέχη του ΙΔΕΑ. Εγινε μάλιστα προσπάθεια η οργάνωση αυτή να πάρει το όνομα ΙΔΕΑ, αλλά τελικά επικράτησε να ονομάζεται απλώς Οργάνωση.

 

Η οργάνωση αυτή, η οποία ιδρύθηκε με πρωτοβουλία του Πολύκαρπου Γιωρκάτζη, σταδιακά εξελίχθηκε σε ένα μικρό παράνομο στρατό. Ο Γιωρκάτζης εξασφάλισε προς τούτο και τη συγκατάθεση του Μακαρίου, με το αιτιολογικό ότι μοναδικός σκοπός της Οργάνωσης ήταν η αντίσταση στα σχέδια της ΤΜΤ. Την Οργάνωση υποστήριξε ενεργά και ο Γλαύκος Κληρίδης, ενώ σ' αυτήν συμμετείχαν όλοι σχεδόν οι Ελληνες υπουργοί της κυβέρνησης.

 

Αν και πίσω από την προσπάθεια υπήρχε το στοιχείο της καλής πρόθεσης, σήμερα υπάρχουν πολλά στοιχεία, τα οποία οδηγούν στην άποψη ότι πίσω από τις δραστηριότητες αυτές υπήρχε ο ξένος δάκτυλος. Σημειωτέον ότι ο Πολύκαρπος Γιωρκάτζης είχε τότε στενές σχέσεις με τις δυτικές υπηρεσίες και δαπανούσε στην Κύπρο τεράστια ποσά για αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Οταν η κατάσταση στην Κύπρο άρχισε να οξύνεται, ο Γιωρκάτζης κυκλοφόρησε ένα πολυσέλιδο έγγραφο-διαταγή, στο οποίο ανέλυσε το ρόλο που θα διαδραμάτιζε η Οργάνωση σε περίπτωση σύγκρουσης με τους Τούρκους.

 

Σε γενικές γραμμές, η "Οργάνωση" στήριζε τις προσπάθειες για αναθεώρηση του Συντάγματος, με παράλληλο σεβασμό των δικαιωμάτων των Τουρκοκυπρίων ως μειονότητας. Το σχέδιο που είχε καταρτισθεί για κατάκτηση του στόχου αυτού προέβλεπε και επιχειρήσεις για καταστολή τουρκικής εξέγερσης: "Σε περίπτωσιν μελετημένης ή υποβολιμιαίας επιθέσεως, σκηνοθετημένης ή μη, των Τούρκων επιβάλλεται να καταστείλωμεν ταύτην δυναμικώς εις το συντομώτερον δυνατόν χρονικόν διάστημα εφ' όσον εάν κατορθώσωμεν να γίνωμεν κύριοι της καταστάσεως εντός 1-2 ημερών, ουδεμία έξωθεν επέμβασις θα είναι δυνατή, πιθανή ή δικαιολογημένη". Ετσι, το τέλος του 1963 βρήκε την Κυπριακή Δημοκρατία αντιμέτωπη με μια συνταγματική κρίση και τις δύο κοινότητες που την αποτελούσαν με δύο οργανώσεις, οι οποίες ετοιμάζονταν για τη μεγάλη μάχη.


Μακάριος Δρουσιώτης

Ελευθεροτυπία

23/07/1997