• Τετάρτη 24 Απριλίου 2024

Ιστορία | 1968 - 1974

ΒΙΒΛΙΟ: Η ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Ο άγνωστος πόλεμος Κίσινγκερ - Κάλαχαν για την κρίση στην Κύπρο

Αμέσως μετά το 1974 συνηθίσαμε να αναφερόμαστε στον αγγλοαμερικανικό παράγοντα και το ρόλο του στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο, υπό την έννοια ότι οι ΗΠΑ και η Βρετανία είχαν εφαρμόσει μια κοινή πολιτική που ήταν εκ των προτέρων σχεδιασμένη για να εξυπηρετήσει τα τουρκικά συμφέροντα. Αυτή η "πραγματικότητα" άρχισε να αμφισβητείται με τους αποχαρακτηρισμούς της απόρρητης διπλωματικής αλληλογραφίας της περιόδου. Τα τελευταία χρόνια εκδόθηκαν αρκετά βιβλία που ανατρέπουν θεωρίες οι οποίες θεωρούνταν δεδομένες, γραμμένα κυρίως από ξένους.

Τώρα ένας Κύπριος, ο νομικός Πόλυς Πολυβίου, μέλος ο ίδιος της διαπραγματευτικής ομάδας του Γλαύκου Κληρίδη στη διάσκεψη της Γενεύης, τον Αύγουστο του 1974, βάζει τα πράγματα σε τάξη και τεκμηριωμένα διαχωρίζει τον αγγλοαμερικανικό παράγοντα σε αμερικανικό και βρετανικό. Στο βιβλίο του "Η διπλωματία της εισβολής" (εκδόσεις Καστανιώτη), που κυκλοφόρησε πρόσφατα, ο Πολυβίου δεν περιορίζεται μόνο στις προσωπικές του εμπειρίες και στα επίσημα έγγραφα που έχει στη διάθεσή του, αλλά επέκτεινε την έρευνά του σε πρωτογενείς αρχειακές πηγές.

 

Μεταξύ άλλων, ο Πολυβίου μελέτησε το προσωπικό αρχείο του Βρετανού ΥΠΕΞ Τζέιμς Κάλαχαν, που σήμερα βρίσκεται στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ο Πολυβίου αναδεικνύει στη μελέτη του τις άγνωστες πτυχές της αμερικανοβρετανικής διαφωνίας στον τρόπο αντιμετώπισης της τουρκικής εισβολής:

  • Οι Αμερικανοί και προσωπικά ο Χένρι Κίσινγκερ -για λόγους που επεξηγούνται- δεν είχε την παραμικρή διάθεση να πιέσει την Τουρκία αρχικά να αναστείλει και στη συνέχεια να περιορίσει τη στρατιωτική της δράση κατά της Κύπρου.
  • Αντιθέτως, η Βρετανία, που είχε συμφέροντα στην Κύπρο, ήταν πρόθυμη να διαθέσει ακόμη και στρατεύματα στον ΟΗΕ για να αποτρέψουν την τουρκική προέλαση και την κατάληψη του βόρειου τμήματος της Κύπρου. 

Όταν στις 15 Ιουλίου η χούντα ανέτρεψε τον Μακάριο, οι αντιδράσεις στις δύο σημαντικές πρωτεύουσες της Δύσης ήταν αντίθετες:

  • Το Λονδίνο αναγνώριζε τον Μακάριο ως Πρόεδρο, ζητούσε την αποκατάστασή του στην εξουσία και έκανε έντονο διάβημα προς το καθεστώς της Αθήνας να αποσύρει τους Έλληνες αξιωματικούς από την Κύπρο.
  • Η Ουάσιγκτον θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να θίξει τη χούντα, ούτε να αμφισβητήσει το νέο καθεστώς στην Κύπρο προτού ξεκαθαρίσει τι θα ακολουθούσε μετά. Πρώτιστα δεν ενδιαφερόταν για την άμεση αποκατάσταση του Μακαρίου. 

Όταν στις 20 Ιουλίου ξέσπασε η τουρκική εισβολή, ο Κάλαχαν ανέλαβε όλο το βάρος των διαβουλεύσεων για τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός που επιτεύχθηκε στις 22 Ιουλίου 1974. Οι Τούρκοι είχαν ήδη δημιουργήσει προγεφύρωμα στην Κερύνεια, το οποίο συνενώθηκε με τον τουρκοκυπριακό θύλακα στα βόρεια της Λευκωσίας.

 

Η στρατηγική του Κάλαχαν ήταν η σταθεροποίηση της κατάστασης με την τήρηση της συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός, την αποκατάσταση του Συντάγματος του 1960 και ακολούθως με το να γίνουν συνομιλίες για συνταγματικές μεταρρυθμίσεις που θα λάμβαναν υπόψη τις νέες πραγματικότητες.

 

Αυτή ήταν η ατζέντα του Βρετανού ΥΠΕΞ στη διάσκεψη των εγγυητριών δυνάμεων, την οποία είχε συγκαλέσει στη Γενεύη στις 10 Αυγούστου 1974 με τη συμμετοχή του ιδίου και των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας Γεώργιου Μαύρου και Γκιουνές. Παρόντες ήταν οι Κληρίδης και Ντενκτάς, ως εκπρόσωποι των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο.

 

Η προσπάθεια αυτή απέτυχε, η διάσκεψη κατέρρευσε στις 14 Αυγούστου και ο τουρκικός στρατός προέλασε σε δύο μέτωπα και κατέλαβε το 36% της Κύπρου. Ο Πόλυς Πολυβίου στο βιβλίο του καταγράφει τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες της αγωνιώδους προσπάθειας που έγινε στη Γενεύη για να προληφθεί ο δεύτερος γύρος της τουρκικής εισβολής.

 

Ο Κάλαχαν πίστευε πως μπορούσε να αποτρέψει τη δεύτερη εισβολή. Όμως, εκ των υστέρων διαπίστωσε ότι η διάσκεψη της Γενεύης ήταν ευθύς εξαρχής μια χαμένη υπόθεση:

 

"Τότε δεν υποψιαζόμουν αυτό που ξέρω τώρα, ότι οι Τούρκοι θεωρούσαν τη διάσκεψη τίποτα περισσότερο από μια ευκαιρία για να εξασφαλιστεί περισσότερος χρόνος και διπλωματική κάλυψη για να προετοιμαστούν για μια δεύτερη επίθεση κατά της Κύπρου", έγραψε σε σημείωμά του δύο χρόνια αργότερα, το περιεχόμενο του οποίου αποκαλύπτει στο βιβλίο του ο Πολυβίου.

 

Ήθελε και δεν μπορούσε

 

Από τις πρώτες διαβουλεύσεις που έγιναν στη Γενεύη πριν τη σύγκληση της διάσκεψης διαφάνηκε ότι η Τουρκία δεν είχε πρόθεση να συνεργαστεί. Ο Κάλαχαν ήταν πολύ ενοχλημένος με την τουρκική στάση, ιδιαίτερα του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών. Σε συνάντηση που είχε με τον εκπρόσωπο του Κίσινγκερ στη διάσκεψη Άρθουρ Χάρτμαν, του είπε ότι του προξενούσε ιδιαίτερη δυσφορία η στάση του Γκιουνές, που συμπεριφερόταν απρεπώς και εξαφανιζόταν, με έκδηλο σκοπό να οδηγήσει τη διάσκεψη σε κατάρρευση. Ήταν παντελώς ανεπίτρεπτο, ανέφερε ο Κάλαχαν στον Χάρτμαν, ο υπουργός Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας να υφίσταται τέτοια ταπείνωση από τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών.

 

Σε συνάντηση που είχε με τον Κληρίδη, ο Κάλαχαν του είπε πως πραγματικά ήθελε να βοηθήσει. Του τόνισε όμως με έμφαση ότι η Μεγάλη Βρετανία δεν ήταν πλέον υπερδύναμη, ότι δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει "άλλο Σουέζ" (Το 1956 η Αγγλία με τη Γαλλία έκαναν απόβαση στο Σουέζ σε αντίθεση με τις προτροπές των ΗΠΑ. Η Αγγλία υποχρεώθηκε από τις ΗΠΑ σε ταπεινωτική υποχώρηση) και ότι θα ήταν αδύνατον να αναλάβει "οποιαδήποτε δυναμική πρωτοβουλία", παρά μόνο εντός του πλαισίου των Ηνωμένων Εθνών ή σε συνεννόηση με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

Ο Κάλαχαν προσπαθούσε να πείσει τον Κίσινγκερ να τον στηρίξει σε μια προσπάθεια να απειλήσει την Τουρκία με στρατιωτικά μέτρα προκειμένου να συνεργαστεί για διπλωματική διευθέτηση στη Γενεύη.

 

Ο Κάλαχαν μετέφερε τις διαπιστώσεις και τις σκέψεις του στον εκπρόσωπο του Κίσινγκερ Άρθουρ Χάρτμαν και ζήτησε με έντονο τρόπο να δραστηριοποιηθεί ο αμερικανικός παράγων προς την κατεύθυνση της Τουρκίας. Ο Χάρτμαν ανέφερε ότι ο Κίσινγκερ δεν θεωρούσε ούτε σκόπιμη ούτε αναγκαία ούτε επιθυμητή την αμερικανική ανάμειξη ή ακόμα και πίεση επί της Τουρκίας. Ήταν αρκετή η βρετανική "μεσολάβηση" που λάμβανε χώρα.

 

Το στρατιωτικό χαρτί

 

Ο Κάλαχαν σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει το στρατιωτικό χαρτί, θέτοντας στη διάθεση του ΟΗΕ στα βρετανικά στρατεύματα στην Κύπρο. Το ζήτημα αυτό το είχε συζητήσει με τον Γενικό Γραμματέα Κουρτ Βαλντχάιμ τις παραμονές της διάσκεψης της Γενεύης.

 

Οι Βρετανοί στρατιώτες θα γίνονταν μέρος της Διεθνούς Ειρηνευτικής Δύναμης και θα τοποθετούνταν μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών, σε ζώνη που θα θεωρείτο "ουδέτερη". Ο Κάλαχαν θεωρούσε ότι μια τέτοια ενέργεια θα είχε άμεση επίδραση στα τουρκικά επεκτατικά σχέδια, ιδιαίτερα επειδή θα ανακοινωνόταν προηγουμένως. Πριν όμως γίνει κάτι τέτοιο, ο Κάλαχαν ήθελε την υποστήριξη του Κίσινγκερ.

 

Στις 11 Αυγούστου 1974, ο Χάρτμαν μετέφερε στον Κάλαχαν την απάντηση του Κίσινγκερ. Με αυστηρό τρόπο ο Κίσινγκερ ανέφερε ότι η αμερικανική κυβέρνηση "δεν ήταν ευχαριστημένη με τον τρόπο χειρισμού του θέματος ή με την προσέγγιση της βρετανικής κυβέρνησης".

Ο Κίσινγκερ είχε μιλήσει με τον Ετζεβίτ και του είχε αναφέρει ότι "σε περίπτωση νέας τουρκικής προέλασης, δεν θα είχε την υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης". Ο Χάρτμαν ανέφερε στον Κάλαχαν ότι ο Κίσινγκερ ήταν ικανοποιημένος "με τις διαβεβαιώσεις του Ετζεβίτ επί του θέματος" και ότι δεν έπρεπε να υπάρξει οποιαδήποτε περαιτέρω βρετανική πίεση επί των Τούρκων.

 

Ο Κίσινγκερ δεν μπορούσε να αποδεχτεί τη βρετανική εισήγηση να χρησιμοποιηθούν βρετανικά στρατεύματα ως μέρος της Διεθνούς Ειρηνευτικής Δύναμης. Ο Χάρτμαν ανέφερε και τα εξής εκ μέρους του Κίσινγκερ: Η αμερικανική κυβέρνηση είχε προσέξει ότι οι βρετανικές Βάσεις στην Κύπρο είχαν τεθεί σε αυξημένη στρατιωτική ετοιμότητα. Επίσης, η βρετανική κυβέρνηση είχε λάβει ορισμένα προληπτικά και συναφή στρατιωτικά μέτρα, τα οποία μάλιστα είχε δημοσιοποιήσει. Σύμφωνα με τον Χάρτμαν, ο Κίσινγκερ ήταν πολύ δυσαρεστημένος με αυτήν την εξέλιξη "και θα αντιδρούσε πολύ έντονα σε σχέση με οποιαδήποτε περαιτέρω στρατιωτική ενέργεια εκ μέρους της βρετανικής κυβέρνησης ή τη δημοσιοποίηση αυτής". Τέτοιες ενέργειες, δήλωσε ο Χάρτμαν, θα είχαν αρνητική επίδραση στις διαβουλεύσεις του Κίσινγκερ με τον Ετζεβίτ.

 

Ο Κάλαχαν επέμενε και δήλωσε ότι δεν ήταν ικανοποιημένος με τη θέση του Κίσινγκερ. Ο Κίσινγκερ δεν αντιμετώπιζε σωστά την τουρκική κυβέρνηση, ούτε είχε συζητηθεί οποιαδήποτε συντονισμένη αντίδραση σε περαιτέρω τουρκική προέλαση. Ο Κίσινγκερ, κατέληξε ο Κάλαχαν, "έκανε λανθασμένες εκτιμήσεις". Ο ίδιος, παρά τη διαφωνία του Κίσινγκερ, δεν μπορούσε να αγνοήσει άλλα στοιχεία στην όλη κατάσταση, όπως ήταν η ευθύνη της Βρετανίας στο πλαίσιο της Συνθήκης Εγγύησης και η παρουσία χιλιάδων Άγγλων υπηκόων στην Κύπρο. Επομένως, θα συνέχιζε τις προσπάθειές του για να εμποδίσει την υλοποίηση των σαφών πλέον τουρκικών επιδιώξεων στο πλαίσιο της διάσκεψης. Δεν είχε όμως οποιαδήποτε αμφιβολία ότι τα διπλωματικά μέσα, από μόνα τους, δεν θα απέδιδαν με την τουρκική κυβέρνηση. Έπρεπε να πεισθούν οι Τούρκοι ότι υπήρχε και η προοπτική στρατιωτικής δράσης από τη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.

 

Στην παρατήρηση του Χάρτμαν ότι οι τουρκικές επιδιώξεις δεν ήταν σαφείς, ο Κάλαχαν απάντησε ότι κατά την άποψή του δεν υπήρχε πλέον αμφιβολία για αυτές τις επιδιώξεις. Επομένως, έπρεπε η βρετανική κυβέρνηση να προβεί στις αναγκαίες στρατιωτικές ετοιμασίες για κάθε ενδεχόμενο. Ο ίδιος πάντως δεν ήταν διατεθειμένος να παραμείνει επ' αόριστον στη Γενεύη, ιδιαίτερα αν δεν είχε "την αναγκαία υποστήριξη από τον δρα Κίσινγκερ". Επανέλαβε ότι ο Κίσινγκερ δεν αντιμετώπιζε την κατάσταση σωστά, ούτε και χειριζόταν τον Ετζεβίτ και την τουρκική κυβέρνηση με τον δέοντα τρόπο. Έπρεπε να υιοθετηθεί αποφασιστική στάση έναντι της Τουρκίας. Επομένως, σκόπευε να αποστείλει στην Κύπρο, λαδή στις βρετανικές Βάσεις, επλέον βρετανικά στρατεύματα και αεροσκάφη Phantoms. Ο Χάρτμαν υπέδειξε ότι οποιαδήποτε παρόμοια ενέργεια θα έπρεπε να κοινοποιηθεί, πριν γίνει, στον Κίσινγκερ. Ο Κάλαχαν δεν διαφώνησε, αλλά παρατήρησε ότι ενώ η αμερικανική κυβέρνηση είχε κατά νου μόνο τα ευρύτερα στρατηγικά και γεωπολιτικά συμφέροντα της περιοχής και πέραν αυτής, η Μεγάλη Βρετανία έπρεπε να λάβει υπόψη ότι ήταν Εγγυήτρια Δύναμη και ότι είχε ιδιαίτερους δεσμούς με την Κύπρο. Αν ο Κίσινγκερ συνέχιζε με την τακτική τής μη υποστήριξης των προσπαθειών του, τότε, προειδοποίησε ο Κάλαχαν, ίσως έπρεπε να αποσυρθεί από τη Γενεύη και να τερματίσει τις προσπάθειές του.

 

Αντίδοτο η διζωνική

 

Ο Κάλαχαν, χωρίς τη στήριξη του Κίσινγκερ, δεν ήταν πρόθυμος να αναλάβει την ευθύνη να συνετίσει την Τουρκία με την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας. Έτσι μετατόπισε την προσπάθειά του στη διπλωματική διαχείριση της κρίσης. Η Τουρκία είχε υποβάλει εισήγηση για διζωνική ομοσπονδία στη βάση του γεωγραφικού διαχωρισμού και ούτε λίγο ούτε πολύ ζητούσε υπογραφή παράδοσης, εκείνην τη στιγμή, των εδαφών που αργότερα κατέκτησε με τα όπλα.

 

Ο Κάλαχαν θεωρούσε παντελώς αδύνατο να αποδεχτεί ο Κληρίδης μια πρόταση που θα ξεσπίτωνε 90.000 ανθρώπους από τα σπίτια τους. Όμως, πείσθηκε από τον Ντενκτάς -όπως γράφει σ' ένα σημείωμά του- πως εκ των πραγμάτων η γεωγραφική ομοσπονδία ήταν η μόνη λύση. Ο Κάλαχαν ζήτησε από τον Κληρίδη να αναλάβει πολιτική δέσμευση για "την ύπαρξη δύο αυτόνομων κοινοτήτων εντός γεωγραφικών συνόρων στο πλαίσιο μιας ομόσπονδης πολιτείας" ως τη μόνη ελπίδα για να αποτραπεί η κατάρρευση της διάσκεψης και η δεύτερη εισβολή.

 

Οι Μαύρος και Κληρίδης είχαν προτείνει να μεταβούν στην Αθήνα και τη Λευκωσία για να διαβουλευτούν με τις πολιτικές δυνάμεις της Ελλάδας και της Κύπρου, με σκοπό να μεταφέρουν τις νέες εξελίξεις και τις προοπτικές όπως διαφαίνονταν. Ο Κάλαχαν πίστευε πως οι Μαύρος και Κληρίδης θα ήταν έτοιμοι να αποδεχθούν "μια συμπαγή τουρκική διοικητική ζώνη, υπό τον έλεγχο και τη διοίκηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας", η έκταση της οποίας θα ήταν σαφώς μικρότερη από το 34% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, που απαιτούσε η τουρκική πλευρά.

 

Ο Κληρίδης εισηγήθηκε την αναβολή της διάσκεψης για 48 ώρες μέχρι να ολοκληρώσει τις διαβουλεύσεις. Ο Κάλαχαν υποστήριξε την πρόταση Κληρίδη, και μάλιστα επικοινώνησε με τον Κίσινγκερ για να βοηθήσει στην εξασφάλιση της αιτούμενης αναβολής, χωρίς αποτέλεσμα.

 

Όπως συμπεραίνει ο Πολυβίου, "ο Κάλαχαν κατέβαλε φιλότιμες προσωπικές προσπάθειες να διασώσει τη διάσκεψη και να παρεμποδίσει νέες στρατιωτικές ενέργειες της Τουρκίας. Ενεργούσε όμως στο πλαίσιο μιας προκαθορισμένης αμερικανικής πολιτικής, η οποία, χωρίς καμιά αμφιβολία, μετέδωσε στην τουρκική κυβέρνηση το σαφές μήνυμα ότι δεν επρόκειτο να γίνει τίποτα το ουσιαστικό για να παρεμποδιστεί από την υλοποίηση των σχεδίων της στην Κύπρο".

 

Το τελικό συμπέρασμα του Κάλαχαν για την αδράνεια του Κίσινγκερ, όπως το κατέγραψε σε προσωπικό του σημείωμα, είναι πως "τον Κίσινγκερ απασχολούσε η διατήρηση της τουρκικής υπεραξίας ως ενός προπύργιου μεταξύ της Σοβιετικής Ένωσης και των αραβικών κρατών, καθώς και για τη συνέχιση της χρήσης των αμερικανικών βάσεων στην Τουρκία". Επίσης, "τον απασχολούσαν οι επιπτώσεις της πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών προς την Κύπρο στην επίλυση της αραβοϊσραηλινής διένεξης, και το θεωρούσε αυτό πιο σημαντικό από την ελληνική εχθρότητα προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, παρά τις επιπτώσεις της αποχώρησης της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ στη νοτιανατολική πλευρά της συμμαχίας.


Μακάριος Δρουσιώτης

Πολίτης

15/08/2010