• Παρασκευή 19 Απριλίου 2024

Ιστορία | Έρευνες

Βασίλη Πρωτοπαπά: Εκλογική Ιστορία της Κύπρου

Ελληνικός εμφύλιος, ο κακός δαίμονας του Κυπριακού

Σπάνια κυκλοφορούν βιβλία για την κυπριακή ιστοριογραφία τα οποία τυγχάνουν διαφορετικής ανάγνωσης από τον αναγνώστη. Οι πλείστες εργασίες για την ιστορία του Κυπριακού έχουν προσανατολισμό να κάνουν πολιτική παρέμβαση στο σήμερα, αντί να συνδράμουν στην κατανόηση του χθες για να ερμηνεύσουμε το σήμερα.

Το βιβλίο του Βασίλη Πρωτοπαπά "Εκλογική Ιστορία της Κύπρου - Πολιτευτές, κόμματα και εκλογές στην Αγγλοκρατία 1878-1960" (Εκδόσεις Θεμέλιο) είναι από τις εξαιρέσεις. Είναι το πρώτο βιβλίο που καταγράφει μέσα από την εκλογική διαδικασία της περιόδου της Αγγλοκρατίας τη δημιουργία και την εξέλιξη του κυπριακού πολιτικού συστήματος. Το βιβλίο αποτελεί μια συνοπτική έκδοση της διδακτορικής διατριβής του Πρωτοπαπά και, ως ένα επιστημονικό έργο, όχι μόνο τύποις αλλά και επί της ουσίας δεν είναι κατευθυνόμενο. Ως τέτοιο δίνει στον αναγνώστη τις πληροφορίες που χρειάζεται για να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα.

Το βιβλίο καλύπτει όλη τη χρονική περίοδο της Αγγλοκρατίας, από το 1878 μέχρι το 1953. Την περίοδο αυτή ιδρύθηκε από το μηδέν το κυπριακό πολιτικό σύστημα. Μέσα από τις πολιτικές διεργασίες της περιόδου εκείνης ορίσθηκαν οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Την ίδια περίοδο η "εθναρχούσα" Εκκλησία απέκτησε πολιτικό λόγο και ρόλο, τον οποίο θεωρεί μέχρι τις μέρες μας ως κεκτημένο της δικαίωμα. Μέσα από τη διαδικασία των εκλογών επί Αγγλοκρατίας τέθηκαν εθνικοί στόχοι, όπως η Ένωση με την Ελλάδα, και δημιουργήθηκαν ιστορικά κόμματα, όπως το ΑΚΕΛ.

Αναλόγως της οπτικής γωνίας με την οποία προσεγγίζει την Ιστορία, ο αναγνώστης μπορεί να βρει στο βιβλίο πολλά επιχειρήματα για να δικαιώσει ή και να απαξιώσει την Αριστερά, να αποδεχτεί ή να απορρίψει τον εθναρχικό ρόλο της Εκκλησίας. Όμως, απ' όποια οπτική γωνία κι αν ιδωθεί η μελέτη του Πρωτοπαπά, ένας ψαγμένος αναγνώστης δεν μπορεί παρά να κατανοήσει τον ανορθόδοξο τρόπο εξέλιξης του κυπριακού πολιτικού συστήματος και να διαπιστώσει πως αυτό που ορίσθηκε κατά την περίοδο της Αγγλοκρατίας ως εθνικός στόχος κρίθηκε από αποφάσεις και εξελίξεις σ' έναν άλλο γεωγραφικό χώρο με βάση τις ανάγκες και τις αναζητήσεις μιας άλλης κοινωνίας, της Ελλάδας.

Το γενικό συμπέρασμα από την ανάγνωση του βιβλίου είναι πως η κυπριακή πολιτική πραγματικότητα οικοδομήθηκε ευθύς εξαρχής σε σάπια θεμέλια: ο άκρατος λαϊκισμός επικράτησε κατά κράτος του ορθολογισμού και ο Τύπος εμπεδώθηκε και καθιερώθηκε διαδραματίζοντας ρόλο δολοφόνου του πολιτικού ρεαλισμού. Ο συναισθηματισμός και η συνθηματολογία στα ΜΜΕ της εποχής μας δεν είναι σύμπτωμα των ημερών αλλά κληρονομική ασθένεια.

Η χαμένη ευκαιρία για ωρίμανση και εξορθολογισμό του πολιτικού συστήματος ήταν η περίοδος μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η οικονομική ανάπτυξη, λόγω και των σημαντικών έργων υποδομής που έκαναν οι Άγλλοι τις δεκαετίες του '40 και του '50 (ηλεκτρισμός, υδατικά έργα για άρδευση και ύδρευση, οδικό δίκτυο κλπ.) και η δημιουργία πολιτικής ζωής με την ίδρυση κομμάτων, ανακόπηκε ως αποτέλεσμα των επιδράσεων του ελληνικού εμφυλίου.

Ο ελληνικός εμφύλιος (1945-1949) ήταν η κακοδαιμονία του κυπριακού πολιτικού συστήματος. Ο εμφύλιος έφερε τον εθνικό διχασμό της Ελλάδας στην Κύπρο. Η Δεξιά και η Εκκλησία ταυτίστηκαν και αναπαρήγαγαν την αντικομουνιστική ρητορική του ελληνικού κράτους, ενώ το ΑΚΕΛ συμπορεύτηκε με το ΚΚΕ και την κυβέρνηση του βουνού. Και οι δύο πόλοι αντέγραφαν ό,τι πιο ακραίο υπήρχε στην Ελλάδα, αλλά συμφωνούσαν σ' έναν κοινό, πλην ανέφικτο στόχο, την Ένωση.

 

O γενικός γραμματέας του ΑΚΕΛ Εζεκίας Παπαϊωάννου μιλά σε ανοιχτή συγκέντρωση υπέρ του ενωτικού δημοψηφίσματος το 1950.

 

Όλες αυτές οι αντιπαλότητες καταγράφονται στην πολιτική δραστηριότητα της εποχής και αντανακλούν στις εκλογικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες, την περίοδο μετά τον Πόλεμο, αφορούν τις εκλογές αιρετών μελών των δημοτικών αρχών. Ο Πρωτοπαπάς, με καθοδήγηση τις εκλογικές αναμετρήσεις, κάνει μια ιστορική διαδρομή 80 χρόνων, με πιο ενδιαφέρουσα τη μεταπολεμική περίοδο, με αποκορύφωμα την περίοδο που προηγείται του αγώνα της ΕΟΚΑ.

Ο στόχος της Ένωσης ήταν πολιτικά και πρακτικά ανέφικτος, όμως το ανώριμο πολιτικό σύστημα δεν είχε τα απαιτούμενα αντανακλαστικά για να μπορέσει να συγκρατήσει μια πορεία προς την καταστροφή, η οποία αν και μπορούσε να ανακοπεί με την ανεξαρτησία συνέχισε ακάθεκτη την πορεία της μέχρι τον όλεθρο του '74 και μετά από αυτόν.

Διαβάζοντας πίσω από τις γραμμές και κρίνοντας με το πλεονέκτημα της γνώσης του τι ακολούθησε, ως αναγνώστης του βιβλίου επιβεβαίωσα την άποψή μου ότι ο αγώνας για την Ένωση ήταν το μοιραίο πολιτικό σφάλμα των Κυπρίων. Όχι τόσο για το ανέφικτο του στόχου και των παρενεργειών που είχε στις διεθνείς ισορροπίες της περιοχής, όσο επειδή σταμάτησε την εξέλιξη του κυπριακού πολιτικού συστήματος και δημιούργησε μια πολιτική ανωμαλία οι επιπτώσεις της οποίας επηρεάζουν τις εξελίξεις μέχρι τις μέρες μας. Διότι, παρά τους κινδύνους, παρά τα σφάλματα, η Κύπρος θα μπορούσε να είχε ένα λαμπρό μέλλον και με το καθεστώς της Ζυρίχης, και μετά τα γεγονότα του '64 αν η λύση της ανεξαρτησίας με τη συμμετοχή και των Τουρκοκυπρίων ήταν στην ατζέντα των επιλογών του Μακαρίου, που δεν ήταν. Το βιβλίο δεν επεκτείνεται στην περίοδο μετά την ανεξαρτησία. Όμως, στην έρευνα του Πρωτοπαπά εντοπίζει κανείς τα αίτια της πολιτικής αναπηρίας του '60, που οδήγησαν στην τραγωδία του '74.

Διαβάζοντας το βιβλίο αξιολογώ ως σημαντικότερο εύρημα του Πρωτοπαπά το εξής: το πρώτο μέλημα των Άγγλων στην Κύπρο ήταν να συνδυάσουν την αποικιακή διοίκηση με μια εκπολιτιστική διάθεση, δημιουργώντας δομές κράτους για τις οποίες μέχρι σήμερα είμαστε περήφανοι, αλλά ντρεπόμαστε να παραδεχτούμε από πού τις κληρονομήσαμε. Με τη δημιουργία κρατικών δομών η Εκκλησία έχασε τα προνόμια που είχε επί σουλτάνου. Μέχρι το 1878 οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν τον διοικητικό μηχανισμό της Εκκλησίας -Αρχιεπισκοπή, μητροπόλεις, τοπικές εκκλησιαστικές επιτροπές- για να ασκούν την εξουσία τους επί του πληθυσμού, που ήταν κυρίως η φορολόγησή του. Η Εκκλησία ως φοροσυλλέκτης του σουλτάνου είχε η ίδια φορολογική ασυλία και μέσω των δωρεών των αδυνατούντων να πληρώσουν κτηματικούς φόρους έγινε ο μεγαλύτερος γαιοκτήμονας στην Κύπρο. Οι Άγγλοι έκοψαν αυτά τα προνόμια των παπάδων, οι οποίοι βρέθηκαν στην απέναντι όχθη, πολεμώντας την αποικιακή διοίκηση στο όνομα της Ένωσης.

Το καθαυτό θέμα του βιβλίου είναι οι εκλογές κατά την Αγγλοκρατία. Σήμερα αυτό μπορεί να ακούγεται κάτι το φυσιολογικό. Όμως, δεν είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι οι Άγγλοι ήρθαν στην Κύπρο το 1878 και το 1883 οργάνωσαν εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, που ήταν ένα είδος τοπικής Βουλής, στο οποίο είχε περιορισμένη έστω συμμετοχή ο ανδρικός πληθυσμός του νησιού; Όταν οι Άγγλοι έφτασαν στην Κύπρο το 1878 οι εκλογές ήταν μια άγνωστη λέξη και ουσιαστικά άρχισαν να οικοδομούν πολιτικό σύστημα από το μηδέν.

Ο μέσος Κύπρος θεωρεί τους Άγγλους ως τους κύριους υπαίτιους της καταστροφής μας και υιοθετεί, χωρίς καμιά δυστοκία, τη θεωρία ότι το βρετανικό δόγμα "διαίρει και βασίλευε" είναι η αιτία του διχασμού μεταξύ των δύο κοινοτήτων της Κύπρου. Μέσα από το βιβλίο καθίσταται ολοφάνερο ότι οι Άγγλοι ήρθαν στην Κύπρο για να υπηρετήσουν τα δικά τους γεωπολιτικά συμφέροντα. Όμως τα συμφέροντα των Άγγλων δεν ήταν απαραίτητα σε αντιδιαστολή με αυτά των χριστιανών της Κύπρου, μάλλον ήταν παράλληλα. Οι Άγγλοι είχαν πρόθεση να ιδρύσουν στην Κύπρο ένα αποικιακό κράτος σε συνεργασία με την ισχυρή κοινότητα, που ήταν η ελληνική. Αν στην πορεία οι δρόμοι χώρισαν, αυτό έχει να κάνει και με την αδυναμία της ελληνικής κοινότητας να εντάξει τα δικά της συμφέροντα σε αυτά της αποικιακής δύναμης και μέσα από μια εξελικτική διαδικασία να φτάσει στην ανεξαρτησία ή ακόμη και στην αυτοδιάθεση. Παρά την ανωριμότητα της πολιτικής ζωής, δεν εξέλιπαν οι φωνές της λογικής και του ρεαλισμού, όμως πάντα υπερίσχυε ο συναισθηματικός λαϊκισμός.

Είναι γεγονός ότι το 1956, ως αντίδραση στον αγώνα της ΕΟΚΑ, η βρετανική διοίκηση στράφηκε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, αναζητώντας τοπικές συμμαχίες για να διατηρήσει την παρουσία της στην Κύπρο. Όμως, μέσα από το βιβλίο του Βασίλη Πρωτοπαπά διαφαίνεται ότι η ισότιμη συνύπαρξη με την άλλη πλευρά δεν υπήρξε ποτέ επιλογή της ελληνικής πλειοψηφίας. Στα ογδόντα χρόνια της αγγλικής διοίκησης οι δύο κοινότητες ψήφιζαν χωριστά, όμως ποτέ δεν ενδιαφέρθηκαν να ψηφίσουν μαζί. Παρά την ξεχωριστή ψηφοφορία, δεν υπήρξαν παραδείγματα συνεργασίας στα κοινά δημοτικά συμβούλια για την εκλογή των δημάρχων. Μοναδική εξαίρεση ήταν το 1943 στη Λεμεσό, όταν δύο Τ/Κ ψήφισαν για δήμαρχο τον Πλουτή Σέρβα, όμως το αντίστροφο ήταν αδιανόητο. Μόνο σε μία περίπτωση, το 1908, ως αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο παρατάξεων του χριστιανικού πληθυσμού για το αρχιεπισκοπικό ζήτημα, εξελέγη δήμαρχος Λευκωσίας ένας Τουρκοκύπριος. Αυτό ήταν μίασμα για την ελληνική κοινότητα, το έψεξε ο Τύπος ως συνώνυμο της εθνικής ατίμωσης και βέβαια δεν επιτράπηκε να επαναληφθεί.

Το περιστατικό αυτό δίνει το ερέθισμα για ένα άλμα στο σήμερα και απαντά στο ερώτημα που τίθεται από πολλούς γιατί ομοσπονδία, γιατί ξεχωριστή ψηφοφορία, γιατί όχι ένας πολίτης μία ψήφος. Διότι στη διάρκεια της συνύπαρξής μας δεν λειτουργήσαμε ποτέ ως ένας λαός, και το βιβλίο του Πρωτοπαπά το τεκμηριώνει πλήρως.

Αναζητώντας απαντήσεις για το πώς φτάσαμε στο σήμερα, τα γεγονότα σε οδηγούν πίσω στο 1974, το '74 σε οδηγεί στο 1971-73, στο 1967-70, στο 1963-64, στο 1955-59, στο 1948-50, στο 1932, το 1908. Ακολουθώντας ανάποδα την ιστορική διαδρομή, φτάνουμε στην άκρη του νήματος. Ενώ μέχρι σήμερα οι πλείστοι ιστοριογράφοι ξετυλίγουν το κουβάρι, ο Βασίλης Πρωτοπαπάς με το βιβλίο του "Εκλογική Ιστορία της Κύπρου - Πολιτικές, κόμματα και εκλογές στην Αγγλοκρατία 1878-1960" εντοπίζει τον πάτο του εθνικού μας προβλήματος. Ο αναγνώστης που τον ενδιαφέρει η ιστορία, αλλά πρώτιστα ο μελετητής ο οποίος εφεξής θα ασχοληθεί με οποιαδήποτε πτυχή του Κυπριακού, δεν μπορεί να αγνοήσει την έρευνά του.


Μακάριος Δρουσιώτης

29/12/2012