• Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Άρθρα | Κυπριακό

Οκτώ χρόνια υπόδικος για το... Σχέδιο Ανάν!

Τη Δευτέρα, 10 Δεκεμβρίου, στην Αθήνα, καθόμουν στο σκαμνί κατηγορούμενος για σοβαρά ποινικά αδικήματα: πλαστογραφία, ψευδορκία, απάτη κατά του δικαστηρίου! Δίπλα μου, συγκατηγορούμενος και... συναυτουργός ήταν ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Σταύρος Τομπάζος. Στο ακροατήριο ήταν οι δικηγόροι, οι κατηγορούμενοι και οι μάρτυρες άλλων σοβαρών υποθέσεων, μεταξύ των οποίων και η ανθρωποκτονία.

 

Το τριμελές πλημμελειοδικείο αποτελείτο από τρεις γυναίκες (οι δύο νεαρούλες) και στον ρόλο του εισαγγελέα της έδρας ήταν ένας νέος άντρας, ο οποίος εκπροσωπούσε την αρχή που είχε αποφασίσει να μας δικάσει. Στα αριστερά μου, στον ρόλο της κατηγορούσας αρχής, ήταν ο γνωστός δικηγόρος από το "Δίκτυο 21" Γαρουφαλιάς, άλλως Φαήλος Κρανιδιώτης, εθνικόφρων 28 καρατίων. Μέλη του "Δικτύου 21" είχαν στήσει περί το 2000 μια βιομηχανία αγωγών και μηνύσεων κατά εφημερίδων και δημοσιογράφων στην Ελλάδα, με κίνητρο την ιδεολογία τους. Ήταν ζήτημα χρόνου να έρθει και η σειρά μου...

 

 

Στα δεξιά μου ήταν ο δικηγόρος μου, πρώην πρόεδρος του ΣΥΝ, Νίκος Κωνσταντόπουλος. Ακριβώς μπροστά μου, καθήμενος για λόγους υγείας, ο πρώην πρόεδρος των Νέων Οριζόντων Νίκος Κουτσού. Είναι ο άνθρωπος ο οποίος μας κωλοσέρνει στα δικαστήρια, προσπαθώντας να αποδείξει ότι στα πέτρινα χρόνια του διχασμού που οδήγησαν στην τραγωδία του '74 ήταν αντιστασιακός, ενώ στην πραγματικότητα βρισκόταν από την άλλη πλευρά.

 

Ζήτησε μισό δις ευρώ

 

Η περιπέτειά μου ξεκίνησε το 2003, παραμονές των προεδρικών εκλογών. Ο διευθυντής της "Ελευθεροτυπίας" Σεραφείμ Φυντανίδης μού ζήτησε να κάνω ένα αφιέρωμα για τους υποψήφιους Προέδρους: Κληρίδης, Τάσσος, Μαρκίδης, Κουτσού. Έκανα για όλους μια ιστορική αναδρομή. Για τον Κουτσού έγραψα μεταξύ άλλων ότι θεάθηκε ένοπλος στο πραξικόπημα και ότι καταγγέλθηκε για κακοποίηση πολίτη.

 

Σε λίγο καιρό πήρα μία αγωγή από τον Κουτσού, μέσω του δικηγόρου του Φαήλου Κρανιδιώτη. Ο κ. Κουτσού διεκδικούσε μισό εκατομμύριο ευρώ αποζημιώσεις για συκοφαντική δυσφήμιση! Η υπόθεση εκδικάστηκε στην Αθήνα τον Ιούνιο του 2005. Μεταξύ των τεκμηρίων που παρουσιάσαμε στη δίκη ήταν και μία κατάθεση ενός δασκάλου από την Ακανθού, του Φώτιου Λοϊζίδη, την οποία έδωσε το 1975 στον δικηγόρο Μιχάλη Παπαπέτρου. Ο Λοϊζίδης περιέγραψε πώς συνελήφθη και κακοποιήθηκε από ομάδα πραξικοπηματιών, υπό τον Νίκο Κουτσού. Το δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τα έγγραφα που καταθέσαμε και τις μαρτυρίες που προσκομίσαμε, απέρριψε την αγωγή και επιδίκασε στον κ. Κουτσού 10.000 ευρώ δικαστικά έξοδα.

 

Ο Κουτσού έκανε έφεση. Ένας από τους λόγους της έφεσης ήταν πως η κατάθεση Λοϊζίδη ήταν πλαστή και το επιβεβαίωνε με γραπτή κατάθεσή του ο γιος του δαρμένου, πρέσβης Σταυράκης Λοϊζίδης. Το εφετείο, με μία τσεκουράτη απόφαση, απέρριψε πανηγυρικά όλους τους λόγους της έφεσης, περιλαμβανομένου και του ισχυρισμού της πλαστογραφίας.

 

Ποινική δίωξη

 

Όμως, η περιπέτειά μας δεν τέλειωσε εδώ, μόλις είχε αρχίσει. Την Κυριακή 19 Ιουνίου 2006, η εφημερίδα "Σημερινή", επί αρχισυνταξίας Άριστου Μιχαηλίδη, μου αφιέρωσε δύο ολόκληρες σελίδες με φωτογραφίες και πηχυαίους τίτλους: "Αγωγές για πλαστογραφία κατά δημοσιογράφου και πανεπιστημιακού". Το θέμα ήταν πως εγώ και ο Σταύρος Τομπάζος ήμασταν κατηγορούμενοι για σοβαρότατα ποινικά αδικήματα, όπως η πλαστογραφία, η απάτη επί δικαστηρίω και η ψευδορκία. Ο Σταύρος Τομπάζος μού είχε δώσει την "πλαστή" κατάθεση Λοϊζίδη και είχε καταθέσει μάρτυρας στο πρωτόδικο δικαστήριο. Στην Ελλάδα, ένας ιδιώτης μπορεί να ζητήσει ποινική δίωξη και να είναι ο ίδιος κατήγορος. Αυτό έκανε κι ο Νίκος Κουτσού διά μέσω του δικηγόρου του Φαήλου Κρανιδιώτη, επιδιώκοντας με τον τρόπο αυτό να πάρει τη ρεβάνς. Ο Κουτσού έδωσε τα δικόγραφα στη "Σημερινή", προφανώς για να μας καταδικάσει στη συνείδηση του κόσμου, πριν μας δικάσει στο δικαστήριο, και η εφημερίδα με απαράμιλλο ζήλο τα δημοσίευσε σαν να επρόκειτο για μεγάλο σκάνδαλο.

 

Η υπόθεση δεν ήταν καθόλου αστεία. Διακυβεύονταν αξιοπιστίες, καριέρες, οικογένειες, όλοι οι κόποι μιας ζωής. Συντονιστήκαμε με τον Σταύρο Τομπάζο, βάλαμε δικηγόρους, φέραμε μάρτυρες και συγκεντρώσαμε στοιχεία για να αποδείξουμε ότι δεν είμαστε πλαστογράφοι και ότι τα στοιχεία που καταθέσαμε στην πρώτη αγωγή του Κουτσού ήταν γνήσια και υπαρκτά.

 

Δικομανία

 

Στο μεταξύ, όταν εκδόθηκε η απόφαση της έφεσης, ο Νίκος Κουτσού βρισκόταν στο νοσοκομείο μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο. Ως εκ τούτου δεν ασχολήθηκα καθόλου με το θέμα. Δεν έγραψα καν μερικές γραμμές κείμενο να ανακοινώσω ότι μετά την πρώτη δίκη κέρδισα και την έφεση. Θεώρησα ότι δεν είχε κανένα νόημα να αντιδικώ με έναν άνθρωπο -ό,τι κι αν μου είχε κάνει- που δεν μπορούσε να υπερασπιστεί τον εαυτό του.

 

Περίμενα ότι μετά που έχασαν την υπόθεση στο εφετείο και επί της ουσίας και επί της "πλαστογραφίας" θα σκέφτονταν πιο λογικά και θα τερμάτιζαν αυτή την παράλογη διαδικασία. Όταν ο Κουτσού εξήλθε του νοσοκομείου, πήρα την πρωτοβουλία και επικοινώνησα με δικό του άνθρωπο σε μία προσπάθεια να βρούμε έναν τρόπο να τελειώνει αυτή η ιστορία. Η απάντησή του ήταν ένα γραπτό τελεσίγραφο, με το οποίο μας ζητείτο να υπογράψουμε δήλωση μετάνοιας. Δηλαδή, να ακυρώσουμε δύο αποφάσεις δικαστηρίων που μας είχαν δικαιώσει και να του ζητούσαμε και συγγνώμη! Ο άνθρωπος, και μετά τις περιπέτειές του, ήθελε ντε και καλά δίκη. Αποφασίσαμε, λοιπόν, να κάνουμε δίκη.

 

Μάρτυρες και ψευδομάρτυρες

 

Ύστερα από πολλές αναβολές, λόγω και των προβλημάτων υγείας του κ. Κουτσού, η δική ορίστηκε για τις 10 Δεκεμβρίου στην Αθήνα. Προσωπικά, είχα την ευχέρεια να μην παραστώ στο δικαστήριο, επειδή δεν μου επιδόθηκε καμιά κλήση. Και τον Μάιο οι κατηγορίες θα παραγράφονταν λόγω της παρόδου οκταετίας από τη διάπραξη των αδικημάτων. Αποφάσισα να παραστώ οικειοθελώς, για να μην απαλλαγώ με παραγραφή, αλλά με απόφαση.

 

Μάρτυρες υπεράσπισης ήταν ο Μιχάλης Παπαπέτρου, ο οποίος πήρε την "πλαστή" κατάθεση από τον πατέρα Λοϊζίδη, και η Σία Αναγνωστοπούλου, η οποία επεξεργάστηκε το αρχείο Τομπάζου πριν μου το παραδώσει ο Σταύρος. Ήταν και οι δύο παρόντες στο δικαστήριο. Μάρτυρες κατηγορίας ήταν ο δικηγόρος Ανδρέας Σ. Αγγελίδης, ο δημοσιογράφος Γιώργος Γεωργίου (Ποντίκι) και ο Σταύρος Λοϊζίδης, ο γιος του δαρμένου. Όλοι έδωσαν γραπτές καταθέσεις και υποστήριξαν -χωρίς κανένα στοιχείο- ότι η όλη υπόθεση ήταν μια σκευωρία εις βάρος του Κουτσού, με πρωταγωνιστή τον Παπαπέτρου, ο οποίος στην πραγματικότητα δεν είχε ιδέα. Την ημέρα της δίκης, όταν θα έπρεπε να υπερασπιστούν ενώπιον δικαστηρίου αυτά που ισχυρίζονταν, δεν εμφανίστηκε κανένας τους! Ετράπησαν όλοι εις φυγήν και άφησαν τον Κουτσού μόνο, υποβασταζόμενο από τη σύζυγό του και μιλώντας με σχετική δυσκολία, λόγω των προβλημάτων υγείας, να υπερασπίζεται μία χαμένη υπόθεση.

 

Φινάλε σαν κινηματογραφική ταινία

 

Η υπόθεσή μας ήταν η πρώτη στη σειρά, η αίθουσα του δικαστηρίου ήταν γεμάτη δικηγόρους και κατηγορούμενους για σοβαρά ποινικά αδικήματα. Εγώ, με τον Σταύρο Τομπάζο, κάτσαμε κανονικά στο εδώλιο κατηγορούμενοι σε μια δική, εντελώς παράλογη, σαν αυτές που βλέπουμε στις ταινίες.

Η διαδικασία κράτησε αρκετές ώρες, όμως το ζουμί ήταν στο φινάλε. Χωρίς κανένα στοιχείο, χωρίς κανένα τεκμήριο, χωρίς κανένα μάρτυρα παρόντα, ο εισαγγελέας της έδρας εισηγήθηκε την καταδίκη μας! Άρχισα να σκέφτομαι ότι θα μπορούσε να καταλήξουμε και στον Κορυδαλλό. Η εισήγηση του εισαγγελέα δεν έπρεπε να μας εκπλήξει. Διαβάζοντας κανείς τα δικόγραφα δεν χρειαζόταν να είναι κανείς νομικός για να καταλάβει ότι αυτή η δίκη ήταν ένας παραλογισμός. Όμως, ο εισαγγελέας εισηγήθηκε να μας κατηγορήσουν και τελικά να μας καταδικάσουν.

 

Μετά τον εισαγγελέα αγόρευσαν οι δύο δικηγόροι. Το σκηνικό ήταν σαν ελληνική ταινία με τον Κούρκουλο. Ο Φαήλος Κρανιδιώτης επιχειρηματολόγησε ότι όλη η υπόθεση ήταν σκευωρία κατά του πελάτη του, επειδή υποστήριζε το "όχι" στο Σχέδιο Ανάν!

 

Μετά πήρε τον λόγο ο δικός μας δικηγόρος, ο Νίκος Κωνσταντόπουλος, ο οποίος απέδειξε στο δικαστήριο το ακριβώς αντίθετο: ότι μας δίκαζαν εμάς για το Σχέδιο Ανάν. Το 2003, όταν δημοσιεύτηκε το επίδικο άρθρο, δεν υπήρχε καμιά αντιδικία για το Σχέδιο Ανάν. Ακόμη και ο μακαρίτης ο Τάσσος εξελέγη Πρόεδρος για να το διαπραγματευτεί καλύτερα. Αντιθέτως, όταν μας άσκησαν την ποινική δίωξη, ήταν η περίοδος των εντάσεων του δημοψηφίσματος. Και όλοι οι συντελεστές αυτής της υπόθεσης μάς είχαν στο στομάχι για το Σχέδιο Ανάν.

 

Με μια χειμαρρώδη αγόρευση, μεστή από νομικά επιχειρήματα και με ανάλυση των τεκμηρίων, ο Κωνσταντόπουλος έκανε σκόνη τον εισαγγελέα και διέλυσε όλα τα επιχειρήματα του Κρανιδιώτη, μη αφήνοντας καμιά αμφιβολία στις τρεις γυναίκες, οι οποίες αποτελούσαν το δικαστήριο, να αποφασίσουν, την ίδια ώρα, ομόφωνα το αυτονόητο: αθώοι.

 

Μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το σημείο, περάσαμε μία οκταετία στη διάρκεια της οποίας ήμασταν υπόδικοι, χώρια τα έξοδα, το άγχος και η ταλαιπωρία. Στην ουσία, μας έχουν δικάσει και μας έχουν καταδικάσει για την άποψή μας.

 

Μόλις τέλειωσε αυτή η περιπέτεια, άρχισε να με απασχολεί πώς θα πρέπει ν' αντιδράσω. Δεν πρέπει στον Κουτσού να καταχωρήσω αγωγή και να διεκδικήσω αποζημιώσεις; Δεν του αξίζει μια ποινική δίωξη για ψευδή καταμήνυση και να τον κωλοσέρνω στα δικαστήρια για οκτώ χρόνια, όπως μου έκανε εκείνος, χωρίς υπόθεση, ενώ εγώ έχω και υπόθεση;

 

Κρίνοντας από την εμπειρία μου, αν ήταν εκείνος στη θέση μου, αναμφίβολα αυτό θα έκανε. Αυτή η διαπίστωση έκρινε και τη δική μου απόφαση: Θα κλείσω την υπόθεση εδώ. Δεν θέλω να τους μοιάσω ούτε στις μεθόδους ούτε στις πρακτικές. Τους αφήνω -όλους τους συντελεστές αυτής της περιπέτειας, κι αυτούς που φυγομάχησαν και τους άλλους που αποπειράθηκαν να μας μειώσουν με τα δημοσιεύματα- στην κρίση των τριών δικαστηρίων και της κοινωνίας.


Μακάριος Δρουσιώτης

30/12/2012