• Πέμπτη 25 Απριλίου 2024

Η εισβολή και οι Μεγάλες Δυνάμεις | Είπαν ή έγραψαν

Οι ΗΠΑ, η ΕΣΣΔ και η τουρκική εισβολή

Με αφορμή τις επετείους του πραξικοπήματος και της εισβολής υπήρξε ένα ξέσπασμα, κυρίως από το ΑΚΕΛ, με υποτιμητικούς χαρακτηρισμούς, ότι τάχα το βιβλίου μου «Η εισβολή και η Μεγάλες Δυνάμεις», γράφτηκε με στρατευμένο στόχο να απαλλάξει τους Αμερικανούς και να ενοχοποιήσει τους Σοβιετικούς και το ΑΚΕΛ. Όποιος καλόπιστος αναγνώστης διαβάσει το βιβλίο, σαφώς και δεν θα εξαγάγει ανάλογα συμπεράσματα. Μετά λόγου γνώσεως, μπορώ να πω, ότι δεν υπάρχει άλλο βιβλίο που να καταγράφει με τόση λεπτομέρεια και σε τόση έκταση όλα όσα αφορούν την πολιτική των ΗΠΑ και την ανοχή που επέδειξαν στην τουρκική εισβολή.

 

Όμως, το βιβλίο δεν περιορίζεται μόνο στο ρόλο των ΗΠΑ, καταγράφει και αυτό των Σοβιετικών, που ήταν, κατά την άποψη μου, πολύ πιο βλαπτικός για την Κύπρο. Οι σοβιετικοί υποστήριξαν την τουρκική εισβολή όσο κανένα άλλο κράτος στον κόσμο, αλλά μας έπεισαν μέσω του προπαγανδιστικού τους μηχανισμού ότι ήταν οι πιο πιστοί μας σύμμαχοι.

 

Στα χρόνια που ακολούθησαν οι ΗΠΑ αναγνώρισαν ότι έκαναν λάθος υπολογισμούς στη διαχείριση της κυπριακής κρίσης και ότι έβλαψαν πρώτα και κύρια τα δικά τους συμφέροντα. Γι αυτό και προσπάθησαν με επιμονή να λύσουν το Κυπριακό, στη βάση βεβαίως των νέων πραγματικοτήτων επί του εδάφους. Στο βιβλίο αποδεικνύεται με τεκμήρια πώς η Σοβιετική Ένωση υπονόμευσε αυτή την προσπάθεια για να εξυπηρετήσει τα δικά της συμφέροντα και να προσεταιριστεί την Τουρκία.

 

Με αφορμή τις επετείους του πραξικοπήματος και της εισβολής υπήρξε ένα παραλήρημα κατά της «προσπάθειας αποενοχοποίησης των Αμερικανών», ως μέρος μιας συνωμοσίας που ακόμα συνεχίζεται. Για το σκοπό αυτό επιστρατεύτηκαν ένα σωρό προπαγανδιστικά εργαλεία, μεταξύ των οποίων η «παραδοχή» και η «απολογία» του προέδρου Κλίντον για την ανάμιξη των ΗΠΑ στο πραξικόπημα και την εισβολή.

 

Στην πραγματικότητα ουδεμία απολογία και ουδεμία παραδοχή υπήρξε. Στο πλαίσιο της πολιτικής των ΗΠΑ να κατευνάσουν τον αντιαμερικανισμό για να υποβοηθήσουν στην επίλυση του Κυπριακού και την αποκατάσταση των σχέσεων Ελλάδας – Τουρκίας, ο Πρόεδρος Κλίντον, όταν επισκέφθηκε την Ελλάδα (21/11/1999), δήλωσε: «Όταν η χούντα ανέλαβε εδώ την εξουσία το 1967, οι Ηνωμένες Πολιτείες επέτρεψαν στο συμφέρον αντιμετώπισης του Ψυχρού Πολέμου να υπερισχύσει στο δικό της συμφέροντος – θα έλεγα στην υποχρέωση της - να υποστηρίξει τη δημοκρατία, για την οποία, στο κάτω κάτω, αγωνιστήκαμε στον Ψυχρό Πόλεμο. Είναι σημαντικό να το αναγνωρίσουμε αυτό». Στο ίδιο πνεύμα ήταν και η δήλωση που έκανε ο Ρίτσιαρντ Χόλμπρουκ, στις 11 Νοεμβρίου 1997, στην Κύπρο: «Η αμερικανική ιστορία σε αυτή την περιοχή δεν είναι εντελώς καθαρή. Υπάρχουν μερικά πράγματα που οι προηγούμενες αμερικανικές κυβερνήσεις έκαναν σε αυτή την περιοχή, ιδιαίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 μέχρι το 1974, τα οποία πιστεύω ότι ήταν ντροπή».

 

Σε καμιά περίπτωση οι ΗΠΑ δεν αποδέχτηκαν και βεβαίως δεν απολογήθηκαν ότι οργάνωσαν το πραξικόπημα για να ακολουθήσει η τουρκική εισβολή. Οι Αμερικανοί παραδέχτηκαν ότι δεν ήταν σωστοί στη σχέση τους με την χούντα και ότι έκαναν λάθος στη διαχείριση της κυπριακής κρίσης το 1974. Ο ίδιος ο Κίσινγκερ ο οποίος καθόριζε τότε την αμερικανική πολιτική θα ομολογούσε στον δημοσιογράφο Λίο Σούλτζμπεργκερ ότι η διαχείριση της κυπριακής κρίσης υπήρξε η μεγαλύτερη διπλωματική του αποτυχία. «Κραδαίνοντας καρότα παρά μαστίγια και αποστέλλοντας υφυπουργούς Εξωτερικών αντί ανώτερους στρατηγούς για να μιλήσουν με τους Τούρκους στρατοκράτες, δεν καταφέραμε τίποτα».

 

Άλλο, λοιπόν, η λανθασμένη διαχείριση μιας κρίσης, κι άλλο η συνωμοσία. Λάθη, και μάλιστα τραγικότητα, κάναμε κι εμείς, όχι μόνο με το εγκληματικό πραξικόπημα, αλλά με τη διαχείριση της κρίσης. Δεν ήταν τραγικό λάθος του Μακαρίου, να δηλώνει – σε συνεννόηση με τους σοβιετικούς - στο Συμβούλιο Ασφαλείας, έξι ώρες πριν από την τουρκική απόβαση, ότι «το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας είναι μια εισβολή, από τις συνέπειες του οποίου θα υποφέρει ολόκληρος ο λαός της Κύπρου, τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι»; Και σε σχέση με τους Έλληνες αξιωματικούς, ότι «όπως εξελίσσονται τα πράγματα, θεωρώ μικρότερο τον κίνδυνο από την Τουρκία από ό,τι τον κίνδυνο από εκείνους»;

 

Σαράντα χρόνια αναλώσαμε ένα ποτάμι μελάνι για να αποδείξουμε τη συνωμοσία των ΗΠΑ, όμως δεν γράψαμε μια αράδα για τις ευθύνες της Σοβιετικής Ένωσης. Στις 20 Ιουλίου, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, η ΕΣΣΔ έθετε βέτο στην κατάπαυση του πυρός. Ενόσω η Κύπρος δεχόταν την τουρκική επίθεση, ο αν. Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Σοβιετικής Ένωσης Σάφροντσουκ μιλούσε για «συνεχιζόμενη επίθεση εναντίον της κυπριακής ανεξαρτησίας εκ μέρους του ελληνικού στρατού» και ότι είχαν αρχίσει «ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ τουρκικών στρατευμάτων και των πραξικοπηματιών». Οι τιμητές της σοβιετικής πολιτικής αποδέχονται πως όσοι αντιστάθηκαν στην εισβολή ήταν πραξικοπηματίες; Ο Σάφροντσουκ είπε ακόμα ότι τα κίνητρα της Τουρκίας ήταν «να υπερασπιστεί την τουρκική κοινότητα του νησιού και έχει δηλώσει ότι ανέλαβε αυτό το βήμα αφού πείστηκε ότι όλα τα ειρηνικά μέσα για την επίλυση της κρίσης είχαν εξαντληθεί».

 

Για σαράντα χρόνια αυτό το κομμάτι της ιστορίας μας ήταν κρυμμένο. Στο βιβλίο μου δεν αποκρύβεται τίποτα σε σχέση με την πολιτική των ΗΠΑ, αλλά συμπληρώνω την εικόνα, αναφερόμενος και στο ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό δεν είναι συνωμοσία, είναι συνεισφορά στο να μάθουμε την αλήθεια, όλη την αλήθεια.

 

Εφημερίδα «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ»


Του Μακάριου Δρουσιώτη

20/07/2014