• Σάββατο 27 Ιουλίου 2024

Άρθρα | Κυπριακό

Η αφήγηση του 1974

Πολιτικά και ιστορικά ορθός ο Ακιντζί

 

Όσοι παρακολουθούν από κοντά τον Μουσταφά Ακιντζί δεν εκπλάγηκαν από τις δηλώσεις του για τα τραγικά γεγονότα του 1974. Επιγραμματικά, ήταν ανέκαθεν θέση του Ακιντζί ότι το πραξικόπημα κατέστησε εφικτή την τουρκική επέμβαση και ότι ο πόλεμος προκάλεσε δεινά σε όλο τον πληθυσμό της Κύπρου, όμως τα κυρίως θύματα ήταν οι Ελληνοκύπριοι. Η ποιοτική διαφορά είναι ότι ο Ακιντζί παραμένει σταθερός στην άποψή του αυτή και μετά την εκλογή του στο αξίωμα του ηγέτη των Τουρκοκυπρίων και έχει μετουσιώσει το όραμά του για ειρήνη και συμφιλίωση σε πολιτική πράξη. Η αναγνώριση του πόνου του άλλου είναι απαραίτητη για να υπάρξει συμφιλίωση. Μια άλλη προϋπόθεση είναι να διδαχτούμε από τα λάθη μας και να υπερβούμε το παρελθόν μας. Η άποψη του Ακιντζί δεν είναι μόνο πολιτικά αλλά και ιστορικά ορθή. Στις 20 Ιουλίου 1974, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο έτυχε -δυστυχώς- της αποδοχής όλης της διεθνούς κοινότητας, της Κυπριακής Δημοκρατίας περιλαμβανομένης. Αυτά που είπε ο Ακιντζί είναι πολύ λιγότερα από όσα είπε και έπραξε τις παραμονές της εισβολής ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, στις παρακαταθήκες του οποίου στηρίζεται το ιδεολογικό υπόβαθρο των κομμάτων του εθνικιστικού κέντρου.

 

Μακάριος και Τουρκία

Φεύγοντας από την Κύπρο, κυνηγημένος από το πραξικόπημα, ο Μακάριος επεδίωξε τη συνεισφορά της Τουρκίας για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και την επιστροφή του στην εξουσία. Στις 17 Ιουλίου 1974, συνάντησε στο Λονδίνο τον υπουργό Εξωτερικών Τζέιμς Κάλαχαν και του είπε ότι το πραξικόπημα της Ελλάδας «δεν ήταν επανάσταση, αλλά εισβολή», και τόνισε πως δεν έπρεπε να αναγνωριστεί ως Πρόεδρος ο Σαμψών, ένας εγκάθετος της στρατιωτικής κυβέρνησης των Αθηνών. «Οι Τούρκοι ασφαλώς και δεν πρέπει να το κάνουν. Ο πρόεδρος δεν είναι μόνο πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας, αλλά της Κυπριακής Δημοκρατίας στο σύνολό της».

 

Ο Κάλαχαν ρώτησε τον Μακάριο με ποιο τρόπο πίστευε ότι θα αποκαθίστατο στην εξουσία. Ο Μακάριος απάντησε ότι «εναπόκειτο στη Βρετανία και την Τουρκία να πιέσουν τους Έλληνες με κάθε τρόπο, να πάρουν θέση για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, και να προσπαθήσουν να αποκαταστήσουν το στάτους κβο που ίσχυε πριν από το πραξικόπημα».

 

Ο Μακάριος συνάντησε και τον πρωθυπουργό Ουίλσον, στον οποίο είπε ότι οι τρεις δυνάμεις που ήταν σε θέση να ασκήσουν πίεση στην Ελλάδα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Βρετανία και η Τουρκία. «Είναι αλήθεια ότι η ανεξαρτησία της Κύπρου συμφέρει στους Τούρκους και ότι αντιτίθεντο στην Ένωση, που ήταν ένα διχαστικό ζήτημα στην ελληνική κοινότητα». Από το Λονδίνο, ο Μακάριος πήγε στη Νέα Υόρκη για να μιλήσει ενώπιον του Συμβουλίου Ασφαλείας, καταγγέλλοντας την Ελλάδα για εισβολή. Την ώρα που ο Μακάριος μιλούσε στη Γενική Συνέλευση ο τουρκικός στόλος βρισκόταν μεσοπέλαγα προς την Κύπρο, ενώ το BBC είχε μεταδώσει εικόνες από τον απόπλου του αποβατικού στόλου. Ο Μακάριος προσφώνησε το Συμβούλιο Ασφαλείας και αναφέρθηκε κατ’ επανάληψη σε ελληνική εισβολή. Είπε ότι πριν από το πραξικόπημα τον είχε επισκεφθεί ο Έλληνας πρέσβης στην Κύπρο και του εξήγησε ότι η μείωση της αριθμητικής δύναμης της Εθνικής Φρουράς ή η αποχώρηση των Ελλήνων αξιωματικών θα αποδυνάμωνε την άμυνα της Κύπρου σε περίπτωση κινδύνου από την Τουρκία. «Απάντησα ότι, όπως εξελίσσονται τα πράγματα, θεωρώ μικρότερο τον κίνδυνο από την Τουρκία από ό,τι τον κίνδυνο από εκείνους. Και έχει αποδειχθεί ότι οι φόβοι μου ήσαν δικαιολογημένοι».

 

Ο Μακάριος είπε ότι ο σκοπός του πραξικοπήματος ήταν η Ένωση και επεσήμανε τους κινδύνους που διέτρεχαν από μια τέτοια εξέλιξη και οι Τουρκοκύπριοι. «Το πραξικόπημα της ελληνικής χούντας είναι μια εισβολή, από τις συνέπειες του οποίου θα υποφέρει ολόκληρος ο λαός της Κύπρου, τόσο οι Έλληνες όσο και οι Τούρκοι».

 

Το πραξικόπημα

Η Κυπριακή Δημοκρατία, που στις 16 Ιουλίου ζήτησε σύγκλιση του Συμβουλίου Ασφαλείας για το πραξικόπημα, δεν ζήτησε κάτι ανάλογο για την εισβολή στις 20 Ιουλίου και το έπραξε η χουντική Ελλάδα. Η συζήτηση που έγινε στο Συμβούλιο Ασφαλείας παρέπεμπε περισσότερο στο πραξικόπημα παρά στην εισβολή. Στην παρέμβασή του ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου Ζήνωνας Ρωσσίδης δεν καταδίκασε απερίφραστα την εισβολή που βρισκόταν σε εξέλιξη και δεν ζήτησε τον τερματισμό των επιχειρήσεων! Ο Ρωσσίδης δεν έκανε καν ονομαστική αναφορά στην Τουρκία, επέμεινε στο πραξικόπημα και περιορίστηκε σε μια γενικόλογη παράγραφο, όπου έλεγε ότι οι εξελίξεις πρόσθεσαν στην τραγωδία της Κύπρου «μια άλλη επέμβαση, μια άλλη επίθεση μετά την πρώτη, σε μια επανάληψη που είναι χαρακτηριστική στην περίπτωση της Κύπρου, καθώς οι δύο χώρες που έχουν παραβιάσει κατάφωρα την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της Κύπρου είναι δύο από τις εγγυήτριες δυνάμεις της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητάς της». Σε μια συνέντευξή του στην Οριάνα Φαλάτσι ο Μακάριος, ερμηνεύοντας την ανοχή της διεθνούς κοινότητας, είπε ότι είχε παγιδευτεί από την Τουρκία ότι η επέμβαση της θα ήταν μικρής έκτασης, «ένα είδος αστυνομικής επιχείρησης για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης σε δύο ημέρες». Όμως, ο Μακάριος δεν διαφοροποιήθηκε από τη διεθνή κοινότητα και βρισκόταν σε διαρκή διαβούλευση με τη Σοβιετική Ένωση, η οποία τοποθετήθηκε στο Συμβούλιο Ασφαλείας υπέρ της εισβολής.

 

Με τη συνολική στάση της η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή ο Μακάριος, ανέχθηκε την εισβολή, τρέφοντας την ψευδαίσθηση ότι θα επερχόταν η αποκατάστασή του στην εξουσία. Με βάση τις Συνθήκες του 1960, η Τουρκία αιτιολόγησε την επέμβασή της, όμως θα έπρεπε να περιοριστεί στην αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και να αποχωρήσει. Ωστόσο, με βάση το ομόφωνο ψήφισμα 3212 της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ, το οποίο υιοθετήθηκε και από το Συμβούλιο Ασφαλείας, η αποχώρηση των στρατευμάτων διασυνδέθηκε με τις συνομιλίες και τη συνολική λύση. Κανένας δεν θέλει τουρκικά στρατεύματα στην Κύπρο, ούτε και η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων το επιθυμεί. Όμως, όπως διαμόρφωσαν τις εξελίξεις οι ηγέτες μας, πριν και μετά τα τραγικά γεγονότα, δεν υπάρχει άλλος ρεαλιστικός τρόπος για την αποχώρηση τους από τις συνομιλίες. Όσοι υπονομεύουν την προοπτική της λύσης μέσω των συνομιλιών, στην ουσία παρατείνουν την παραμονή των στρατευμάτων στην Κύπρο. Πολλοί ίσως να το ευνοούν διότι έχουν εξοικειωθεί με την ιδέα των δύο καθαρών εθνικών περιοχών. Ευτυχώς σήμερα έχουμε Πρόεδρο της Δημοκρατίας που είναι αποφασισμένος να προχωρήσει τη διαδικασία της λύσης και η τουρκοκυπριακή κοινότητα εξέλεξε ηγέτη που θεωρεί όλη την Κύπρο κοινή πατρίδα και δεν είναι πρόθυμος να τους εξυπηρετήσει.


Μακάριος Δρουσιώτης

26/07/2016