• Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Ιστορία | 1960 - 1967

Ο Τάσσος, ο Ντενκτάς και οι ήρωες

Επιστροφή στον τόπο του εγκλήματος

Ποιος θα μπορούσε φέτος να μιλήσει για τα δραματικά λάθη στις επιχειρήσεις της Μανσούρας;

Ήταν Αύγουστος του 1964 όταν η Κύπρος, για πρώτη φορά στη νεότερη ιστορία της, αντιμετώπισε άμεσο κίνδυνο τουρκικής εισβολής. Στις 8 και 9 Αυγούστου η τουρκική πολεμική αεροπορία βομβάρδισε την περιοχή της Τηλλυρίας με βόμβες ναπάλμ, προκαλώντας το θάνατο σε αμάχους και τεράστιες υλικές ζημιές. Ο βομβαρδισμός της Τηλλυρίας ήταν το αποκορύφωμα των πολεμικών επιχειρήσεων που είχαν ξεσπάσει στην περιοχή μεταξύ της ελληνοκυπριακής εθνοφρουράς και της τουρκοκυπριακής παραστρατιωτικής οργάνωσης ΤΜΤ. Οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι από τις αρχές του 1964 συγκεντρώθηκαν σε θυλάκους, βρίσκονταν υπό την απόλυτο έλεγχο της Τουρκίας και ειδικά του τουρκικού στρατού.

 

Οι θύλακοι διοικούνταν από Τούρκους στρατιωτικούς που βρίσκονταν παράνομα στην Κύπρο. Ο στρατιωτικός διοικητής ήταν ο απόλυτος άρχοντας και επέβαλλε την εξουσία του με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο μέσο. Λόγω της οικονομικής απομόνωσης στην οποία περιήλθαν οι Τουρκοκύπριοι, κάθε εμπορική δραστηριότητα είχε νεκρώσει. Σχεδόν στο σύνολό του ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός ήταν έμμισθος του τουρκικού κράτους, το οποίο χρηματοδοτούσε την τουρκοκυπριακή διοίκηση που είχε αποσχισθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία. Όσοι ήταν σε θέση να φέρουν όπλα ήταν «επαγγελματίες αγωνιστές». Πληρώνονταν, δηλαδή, από την Τουρκία και εκπαιδεύονταν στη χρήση των όπλων, με σκοπό να χρησιμοποιηθούν σε μελλοντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τότε η πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων, ως αποτέλεσμα της επιρροής που είχε επάνω τους η Άγκυρα, υποστήριζαν τη διχοτόμηση.

 

Η κατάσταση δεν ήταν πολύ διαφορετική στην ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η κυπριακή πολιτική ηγεσία, με ηγέτη τον Μακάριο, επεδίωκε την Ένωση. Ύστερα από την αποτυχημένη προσπάθεια για τροποποίηση του συντάγματος, στα τέλη του 1963, η πολιτική ηγεσία στο σύνολό της, περιλαμβανομένης και της Αριστεράς, υιοθέτησε την πολιτική της Ένωσης. Στην Κύπρο βρισκόταν μια πλήρης ελληνική μεραρχία, η οποία ελεγχόταν από τον ΙΔΕΑ, την οργάνωση στον ελληνικό στρατό που λίγα χρόνια αργότερα έκανε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Όλα τα σκληροπυρηνικά στελέχη της χούντας είχαν υπηρετήσει τότε στην Κύπρο.

 

Προβοκάτορες

 

Κατά τη διάρκεια του 1964 η εξτρεμιστική ηγεσία του τουρκικού στρατού παρακινούσε διά της ΤΜΤ τους Τουρκοκύπριους σε προβοκατόρικα επεισόδια βίας στην Κύπρο, με σκοπό την επιτάχυνση των σχεδίων της Άγκυρας για στρατιωτική επέμβαση στην Κύπρο. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία, στην αφέλειά της, συχνά, προκαλούσε επεισόδια με τους Τουρκοκύπριους ή ανταπέδιδε τις προκλήσεις της ΤΜΤ στα ίσα, με αποτέλεσμα να βαθαίνει η ρήξη στις σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων της Κύπρου.

 

Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής ήταν και η πρόκληση των επεισοδίων στην περιοχή του θυλάκου Μανσούρας - Κοκκίνων στην περιοχή της Τηλλυρίας. Ο θύλακος αυτός ήταν από τους σημαντικότερους που ήλεγχαν οι Τουρκοκύπριοι. Ήταν ο μοναδικός με πρόσβαση στη θάλασσα και χρησιμοποιείτο ως δίοδος για τη λαθραία εισαγωγή οπλισμού στην Κύπρο. Ο Μακάριος, που συνεργαζόταν με τον Γρίβα, ο οποίος έφτασε στην Κύπρο τον Ιούνιο του 1964 και ανέλαβε καθήκοντα στρατιωτικού διοικητή της Κύπρου, συζήτησε μαζί του την κατάσταση και αποφάσισαν την εξουδετέρωση του θυλάκου.

 

Οι Τούρκοι με τις προκλητικές δραστηριότητές τους στην περιοχή, έδειχναν ότι επιδίωκαν τη σύγκρουση, με την προσδοκία ότι θα προκαλούσαν την επέμβαση της Τουρκίας. Στις 7 Αυγούστου 1964, ο Γρίβας, κατόπιν έγκρισης της κυπριακής κυβέρνησης, με αφορμή προκλητικές δραστηριότητες της ΤΜΤ, διέταξε επίθεση τμημάτων της Εθνικής Φρουράς και ομάδων ατάκτων κατά του θυλάκου Μανσούρας - Κοκκίνων με σκοπό την εξολόθρευση του θύλακα. Το ιστορικό των μαχών της Μανσούρας, όπως προκύπτει από τα απομνημονεύματα του τότε αρχηγού της Εθνικής Φρουράς στρατηγού Καραγιάννη («Οι Μάχες της Μανσούρας», εκδόσεις Αλφάδι, Λευκωσία, 2003) καθώς και από άλλες γραπτές πηγές (Συνοπτική αναφορά στα γεγονότα δες: «Πολίτης», Χρονικό, 3 Αυγούστου 2003) καταδεικνύει ότι επρόκειτο για μια επιχείρηση που εκτός από πολιτικιά λανθασμένη ήταν και στρατιωτικά κακοσχεδιασμένη.

 

Ήταν στην κυριολεξία μια επιχείρηση - αυτοκτονία, που τον μόνο που εξυπηρετούσε ήταν την τουρκική επιθετική πολιτική. Από τα γεγονότα του Αυγούστου του 1964 αναδείχθηκε η αβάσταχτη επιπολαιότητα της κυπριακής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της εποχής, όπως:

  • Ο εξόφθαλμος παραλογισμός του Γρίβα που επιδίωκε τον πόλεμο με την Τουρκία, ως αν η Κύπρος ήταν περιφερειακή υπερδύναμη και η Τουρκία ένα αδύναμο κρατίδιο.
  • Η ανευθυνότητα του Γρίβα, ο οποίος αφού προκάλεσε την επέμβαση της τουρκικής αεροπορίας, εγκατέλειψε εν ώρα μάχης τη θέση του ως επικεφαλής των επιχειρήσεων και κλειδώθηκε στο σπίτι του.
  • Η επικινδυνότητα των μετέπειτα στελεχών της χούντας, που είχαν πρωταγωνιστεί στα γεγονότα (Ντερτιλής, Ντάβος, Αραπάκης, κ.α.) στους οποίους στηρίχθηκε ο σχεδιασμός της άμυνας της Κύπρου.
  • Η δραματικά εκτός πραγματικότητας αντίληψη που είχε ο Μακάριος έναντι των Τουρκοκυπρίων και η αδυναμία του να σταθμίσει το μέγεθος του τουρκικού κινδύνου.

Από τα πιο πάνω παραδείγματα, που αναλύονται με περισσότερες λεπτομέρειες στις πιο πάνω πηγές, θα σταθούμε μόνο στο τελευταίο:

 

Στις 9 Αυγούστου, ενώ η τουρκική αεροπορία συνέχιζε τους βομβαρδισμούς στην περιοχή Τηλλυρίας, το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε την επίδοση τελεσιγράφου στην Τουρκία, πως αν μέχρι τη 1.00 μ.μ δεν τερματίζονταν οι βομβαρδισμοί, η κυβέρνηση θα διέτασσε γενική επίθεση κατά των τουρκοκυπριακών χωριών. Το τελεσίγραφο διαβιβάστηκε στην πρεσβεία της Τουρκίας στη Λευκωσία, μέσω της αμερικάνικης πρεσβείας! Την ίδια στιγμή ο Γιωρκάτζης αποτάθηκε στον στρατηγό Καραγιάννη και του ζήτησε να του υποδείξει δύο χωριά προς υλοποίηση της απειλής.

 

Ευτυχώς οι βομβαρδισμοί τερματίστηκαν ως αποτέλεσμα διεθνών πιέσεων και δεν χρειάστηκε να υλοποιηθεί η απειλή της κυπριακής κυβέρνησης. Διαφορετικά, ενδεχομένως να μιλούσαμε σήμερα για τον μαύρο Αύγουστο του 1964, αντί για το μαύρο Ιούλιο του 1974. Το περιστατικό αυτό καταδεικνύει ότι ο Μακάριος και η κυβέρνησή του δεν είχαν καθόλου αντίληψη των πραγματικοτήτων. Πίστευαν ότι η Τουρκία θα λυπόταν τους Τουρκοκύπριους και θα τερμάτιζε τους βομβαρδισμούς.

 

Στην πραγματικότητα, η Άγκυρα διόλου δεν νοιαζόταν για τους Τουρκοκύπριους, τους οποίους χρησιμοποιούσε για να υλοποιήσει τα σχέδιά της στην Κύπρο. Ως αποτέλεσμα της τουρκικής επιρροής, καθώς και των λανθασμένων πολιτικών επιλογών από το σύνολο της κυπριακής πολιτικής ηγεσίας, κατά την κρίσιμη περίοδο 1963 - 1968, η πλειονότητα των Τουρκοκύπριων συσπειρώθηκαν γύρω από την ΤΜΤ και επένδυσαν τις προσδοκίες τους για καλύτερη ζωή στην απόσχισή τους από το κυπριακό κράτος. Βέβαια, ούτε και στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων υπήρξαν πολιτικές πρωτοβουλίες υπέρ της συνύπαρξης και της συνεργασίας μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων κάτω από τη στέγη της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Οι συνθήκες ήταν τέτοιες που όποιος δεν ευθυγραμμιζόταν με την πολιτική της Τουρκίας εξαφανιζόταν. Το 1974 οι Τουρκοκύπριοι, σχεδόν στην ολότητά τους, έδωσαν πίστη στις διακηρύξεις της Τουρκίας ότι η επέμβαση της στην Κύπρο είχε σκοπό να τους σώσει από τον ελληνικό κίνδυνο. Μετακινήθηκαν στο βορρά και επιδίωξαν μερίδιο από τη λεία των περιουσιών που εγκατέλειψαν στο βορρά οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες. Χρειάστηκε να περάσουν 30 ολόκληρα χρόνια για να μάθουν το μάθημά τους, όπως το είχαν μάθει οι Ελληνοκύπριοι το 1974: Ότι, δηλαδή, μόνο η Κυπριακή Δημοκρατία, ως ανεξάρτητο κράτος μέλος της Ε.Ε., μπορεί να διασφαλίσει τα δικαιώματά τους και να ικανοποιήσει τις προσδοκίες τους για αξιοπρεπή ζωή στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο.

 

Η επιβεβαίωση της ήττας

 

Οι Τουρκοκύπριοι, παρά την απομόνωση στην οποία περιήλθαν από το 1963, παρά την ενσωμάτωσή τους στο τουρκικό εκπαιδευτικό σύστημα και τις επιδράσεις που είχε στη ζωή τους η εξάρτηση από την Τουρκία, κατάφεραν να διασώσουν τον κυπριωτισμό τους. Το γεγονός αυτό αποτελεί το πιο δυνατό και το πιο ελπιδοφόρο συμπέρασμα που προέκυψε από την εμπειρία του σμιξίματος των Κυπρίων από τις 23 Απριλίου και μετά. Ο Ντενκτάς άνοιξε τα οδοφράγματα για να επιβεβαιώσει τις νέες πραγματικότητες στην Κύπρο, ως αποτέλεσμα του σαραντάχρονου διαχωρισμού της κυπριακής κοινωνίας σε Έλληνες και Τούρκους.

 

Όμως, όπως όλοι, θα πρέπει να έπεσε και αυτός από τα σύννεφα. Αντί να επιβεβαιώσει τις δικές του πραγματικότητες επαλήθευσε την ήττα της διχαστικής πολιτικής του. Για μισό αιώνα ο Ντενκτάς έκανε ό,τι ήταν ανθρωπίνως δυνατόν για να μεταμορφώσει τους Τουρκοκύπριους σε Τούρκους ανατολίτες, αλλά απέτυχε παταγωδώς. Η μόνη πραγματικότητα που επιβεβαιώνεται είναι πως στην Κύπρο ζουν άνθρωποι με τα ίδια χαρακτηριστικά και τις ίδιες συνήθειες. Η σημερινή πραγματικότητα καταδεικνύει, επίσης, πόσο λανθασμένη ήταν η ελληνοκυπριακή πολιτική προς τους Τουρκοκύπριους τη δεκαετία του 1960, που αντί να τους έλκει προς την Κυπριακή Δημοκρατία τους ωθούσε προς την Άγκυρα.

 

Η ουσιαστική αλλαγή

 

Θα ανέμενε κανείς σήμερα, ύστερα από τις εμπειρίες των τελευταίων μηνών, ότι η πολιτική ηγεσία θα αντλούσε διδάγματα από τα παθήματα του παρελθόντος και θα οικοδομούσε μια εντελώς νέα πολιτική. Μια καλή αρχή θα ήταν η αυτοκριτική προσέγγιση του παρελθόντος, όχι για να δικαιολογηθεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο όπως αφελώς ισχυρίζονται μερικοί, αλλά για να επιτευχθεί ακριβώς το αντίθετο: Να αφαιρεθούν τα επιχειρήματα που η Άγκυρα και ο Ντενκτάς χρησιμοποιούν για να δικαιολογούν τη διχαστική πολιτική τους.

 

Μια νέα, πιο ειλικρινής προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων της δεκαετίας του 1960 και από τις δύο κοινότητες της Κύπρου, θα τους απάλλασσε από την κατάρα που τους κατατρύχει και τους θέλει να γίνονται η πρώτη ύλη του ελληνικού και του τουρκικού εθνικισμού. Όμως πώς μπορεί να υπάρξει μια τόσο μεγάλη ανατροπή όταν στην κορυφή της πολιτικής εξουσίας, ένθεν και ένθεν της γραμμής Αττίλα, βρίσκονται άνθρωποι που υπηρέτησαν με πάθος την πολιτική της μισαλλοδοξίας, που δεν αποκήρυξαν το παρελθόν τους και αισθάνονται περήφανοι γι’ αυτό;

 

Ποιος θα μπορούσε φέτος να μιλήσει για τα δραματικά λάθη στις επιχειρήσεις της Μανσούρας; Ο Ντενκτάς που κατέφθασε τότε παράνομα από την Τουρκία και οργάνωσε τις προβοκατόρικες ενέργειες της ΤΜΤ ή ο Παπαδόπουλος που ως μέλος του Υπουργικού Συμβουλίου και συνεργάτης του Γιωρκάτζη έχει τεράστιες πολιτικές ευθύνες για τα επεισόδια βίας της περιόδου εκείνης; Εξάλλου, δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι την περασμένη εβδομάδα, με αφορμή τη θλιβερή επέτειο των βομβαρδισμών της περιοχής της Τηλλυρίας, επέστρεψαν και οι δύο στον τόπο του εγκλήματος. Ο μεν Ντενκτάς στις τελετές που κάθε Αύγουστο οργανώνει στα Κόκκινα και ο Παπαδόπουλος στο μνημόσυνο των πεσόντων, στον Παχύαμμο.

 

Βεβαίως και θα πρέπει να μνημονεύουμε όσους έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια πολεμικών επιχειρήσεων στην Κύπρο. Όχι όμως ως ήρωες ενός εθνικού αγώνα, αλλά ως θύματα ενός εγκλήματος, τις συνέπειες του οποίου οι Κύπριοι πληρώνουν μέχρι σήμερα. Διότι, τι άλλο από έγκλημα εις βάρος της Κύπρου και των κατοίκων της μπορεί να χαρακτηρισθεί ένα περιστατικό που προκάλεσε αχρείαστους θανάτους και καταστροφές και εξέθρεψε το διχασμό στις συνειδήσεις των ανθρώπων.


Μακάριος Δρουσιώτης

Πολίτης

17/08/2003