Ο φόβος της εξόντωσης μετά την εξέγερση
ΑΠΟ ΤΟ 1974 και μετά, η επικοινωνία μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων ήταν ανύπαρκτη λόγω του τείχους, της απομόνωσης, της έλλειψης μέσων επικοινωνίας (όπως το τηλέφωνο) και της καχυποψίας της μιας πλευράς προς την άλλη. Μέχρι που συντελέστηκε η μεγάλη επικοινωνιακή επανάσταση με την εφεύρεση του Διαδικτύου.
ΠΡΟΣΩΠΙΚΑ, συνάντησα για πρώτη φορά Τουρκοκύπριους και συζήτησα μαζί τους το πρόβλημα της Κύπρου πριν από μερικά χρόνια, στο εξωτερικό. Εκεί διαπίστωσα πως «δεν είναι όλοι οι Τούρκοι οι ίδιοι», όπως συνηθίζαμε να λέμε. Αρχισα να επικοινωνώ μαζί τους μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και ομολογώ ότι η σχέση αυτή με επηρέασε στο να τους κατανοήσω περισσότερο. Αισθάνομαι ότι το ίδιο συνέβη και με εκείνους. Θυμάμαι ότι στην αρχή δεν ήταν έτοιμοι να αποδεχθούν τον όρο «τουρκική κατοχή», κάτι που σήμερα αποτελεί κοινή συνείδηση στην τουρκική κοινότητα.
ΜΕΤΑΞΥ των Τουρκοκυπρίων με τους οποίους ανέπτυξα προσωπική σχέση είναι και ένας πολιτικός μηχανικός, ο οποίος στα μηνύματά του μου περιέγραφε με απόγνωση τις φρικτές συνθήκες διαβίωσης στα κατεχόμενα. «Μας απαγορεύουν ακόμη και τη σκέψη», έγραψε, σχολιάζοντας τις παραπομπές Τουρκοκύπριων δημοσιογράφων στα δικαστήρια κρατικής ασφαλείας. Στην ερώτησή μου γιατί δεν φεύγει για να αναζητήσει καλύτερη ζωή στο εξωτερικό, μου απάντησε: «Είμαστε πολύ λίγοι αυτοί που πιστεύουμε στη λύση και την επανένωση της Κύπρου. Αν φύγουμε κι εμείς, θα χαρίσουμε την Κύπρο στην Τουρκία».
ΠΡΟΧΘΕΣ την Τρίτη όταν παρακολουθούσα εκείνο το τεράστιο πλήθος των Τουρκοκυπρίων, στη μεγαλύτερη συγκέντρωση ανθρώπων που έγινε ποτέ στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας, κατάλαβα πόσο δίκιο είχε. «Κάποτε, όταν λέγαμε πως ζούμε υπό κατοχή, ήμασταν περιθωριακοί, σήμερα όλος ο κόσμος ζητάει με πάθος ελευθερία», έγραφε πρόσφατα ο Σενέρ Λεβέντ σε ένα άρθρο του στην εφημερίδα «Αφρίκα».
ΤΩΡΑ, λοιπόν, που ο αγώνας που ξεκίνησαν πριν από κάποια χρόνια μια χούφτα προοδευτικοί Τουρκοκύπριοι φούντωσε, ο Τουρκοκύπριος πολιτικός μηχανικός μού απέστειλε ένα επείγον μήνυμα και μου ζητούσε διευκρινίσεις για το πώς μπορεί να αποκτήσει κυπριακό διαβατήριο, τι διευθετήσεις πρέπει να κάνει για να διαφύγει στο Νότο κι αν βρίσκει δουλειά να εργαστεί. «Δεν είναι ανάγκη να εργαστώ ως πολιτικός μηχανικός, μπορώ να κάνω οτιδήποτε, φτάνει να μπορώ να ζήσω», διευκρίνιζε. Πραγματικά ξαφνιάστηκα, διότι είχα την εντύπωση πως ήταν ευτυχής με τις εξελίξεις. Τώρα που ο αγώνας του δικαιώνεται, τι είναι εκείνο που τον παρακινεί να σηκωθεί να φύγει;
ΟΤΑΝ ΤΟΝ ρώτησα μου έδωσε την εξής απάντηση: «Πιστεύαμε πως έπρεπε να πάρουμε την τύχη μας στα χέρια μας, να διώξουμε τον Ντενκτάς και να οικοδομήσουμε ένα καινούργιο μέλλον. Ο αγώνας αυτός ήταν για πολλούς μάταιος, αλλά για μας είχε αξία, διότι είχαμε κάποιο στόχο στη ζωή μας. Αυτό το στόχο τον κατακτήσαμε. Κατεβάσαμε στους δρόμους δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους που φώναξαν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους ότι επιθυμούν ειρήνη και ευημερία. Εάν αυτές οι κινητοποιήσεις δεν μπορούν να επηρεάσουν τις εξελίξεις, τώρα που υπάρχει η ευκαιρία της Ε.Ε., τίποτα περισσότερο δεν μπορούμε να κάνουμε. Αν στους επόμενους δυο-τρεις μήνες δεν πέσει ο Ντενκτάς και δεν υπογραφεί λύση, το Κυπριακό δεν πρόκειται να λυθεί ποτέ. Κι αν θα λυθεί, δεν θα οφείλεται στις δικές μας ενέργειες αλλά στις υποκινήσεις των ξένων. Συνεπώς, έχουμε μερικούς μήνες ακόμη να ελπίζουμε ότι θα διαψευστεί η πραγματικότητα που θέλει το βόρειο μέρος της Κύπρου μια απέραντη φυλακή. Στο μεταξύ, οφείλουμε να προετοιμαζόμαστε για την απόδραση, διότι ύστερα από κάθε αποτυχημένη εξέγερση ακολουθεί η εξόντωση».
Μακάριος Δρουσιώτης
Ελευθεροτυπία
17/01/2003