• Κυριακή 5 Μαΐου 2024

KleptocraCY | Διαφθορά | Άρθρα

Το κουκούλωμα του σκανδάλου των Χρυσών Διαβατηρίων

Μέρος 8ο: Οι θεσμοί αντί να ερευνήσουν λογόκριναν την έρευνα

Η σελίδα 693 της έκθεσης Νικολάτου παρουσιάζει τις αναπτύξεις που έγιναν για σκοπούς του ΚΕΠ στα ακίνητα που διέθεσε η Αρχιεπισκοπή στην Αγία Νάπα. Στο κείμενο που δόθηκε στη δημοσιότητα όλη η σελίδα είναι μαυρισμένη για… λόγους δημοσίου συμφέροντος.

 

 

Όταν ξέσπασε το σκάνδαλο των διαβατηρίων διορίστηκαν δύο επιτροπές για να το διερευνήσουν. Η πρώτη υπό την πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Δήμητρα Καλογήρου και η δεύτερη υπό τον πρώην πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Μύρωνα Νικολάτο. Η Επιτροπή Καλογήρου παρέδωσε το πόρισμα της τον Σεπτέμβριο του 2020, ενώ η Επιτροπή Νικολάτου διορίστηκε αμέσως μετά και συνέχισε την έρευνα.

 

Ο διορισμός δύο ερευνητικών επιτροπών, η μία μετά την άλλη, ήταν ένα τέχνασμα του τέως προέδρου για να αποφορτίσει την πίεση από την κριτική που δεχόταν. Ωστόσο, τα γεγονότα δεν εξελίχθηκαν όπως θα το ήθελε ο Αναστασιάδης. Η Επιτροπή Νικολάτου ξεκίνησε τις εργασίες της υπό την πίεση της γενικής κατακραυγής λόγω των αποκαλύψεων του Αλ Τζαζίρα και βρισκόταν υπό τη πίεση της κοινής γνώμης.

 

Με βάση τον Περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμο,[1] η Επιτροπή Νικολάτου είχε οιονεί δικαστική εξουσία, οι μάρτυρες κατέθεταν ενόρκως και ήταν υποχρεωμένοι να παραδώσουν όποια στοιχεία τους ζητούνταν. Η Επιτροπή πλαισιώθηκε από ερευνητές οι οποίοι εργάστηκαν με αφοσίωση και επέδειξαν ζήλο για να υπάρξει αποτέλεσμα. Από τη μελέτη των φακέλων των υποθέσεων που ερευνήθηκαν ξεδιπλώθηκε όλο το εύρος της αυθαιρεσίας και της διαφθοράς πίσω από το ΚΕΠ. Το αποτέλεσμα αντανακλάται στην έκτασης 786 σελίδων έκθεση της Επιτροπής και αποτυπώνεται με περισσότερες λεπτομέρειες στις 180 εκθέσεις για ισάριθμες αιτήσεις πολιτογράφησης που ερευνήθηκαν και επισυνάφθηκαν στην έκθεση.

 

Παρά την καλή δουλειά που έγινε σε ερευνητικό επίπεδο, η Επιτροπή χαρίστηκε στον Αναστασιάδη, ο οποίος κατέθεσε ενώπιόν της στις 2 Φεβρουαρίου 2021. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Μύρωνας Νικολάτος ρώτησε τον Αναστασιάδη: «- Κύριε Πρόεδρε, η μαρτυρία σας μπορεί να ληφθεί ενόρκως ή με διαβεβαίωση. Πώς επιθυμείτε;». Ο Αναστασιάδης απάντησε: «Ενόρκως».[2] Αφού ορκίστηκε ότι θα έλεγε την αλήθεια, είπε εν γνώσει του ψέματα για διάφορες πτυχές της έρευνας.

 

Σε μια από τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν, κατά πόσο είχε κάνει παρεμβάσεις για πολιτογραφήσεις, είτε πριν γίνει Πρόεδρος της Δημοκρατίας είτε μετά, απάντησε: «Ουδέποτε, κύριε Πρόεδρε, ούτε προ, ούτε μετά, ουδεμία μα ουδεμία παρέμβαση. Και εάν βρεθεί άνθρωπος που πει ότι έκανα παρέμβαση, ας με καταγγείλει δημόσια, έδωσα όρκο και εκεί είναι που θα κριθώ».[3] Ο υπουργός Εσωτερικών στην κυβέρνηση Χριστόφια Νεοκλής Συλικιώτης κατέθεσε στην Επιτροπή ότι ο Αναστασιάδης ήταν από τους 4–5 παρόχους υπηρεσιών οι οποίοι είχαν αξιοποιήσει το πρόγραμμα πολιτογραφήσεων επί διακυβέρνησης ΑΚΕΛ και είχε παρέμβει αρκετές φορές για την προώθηση υποθέσεων.[4] Ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο Αναστασιάδης είχε τον πλήρη έλεγχο του προγράμματος. Πέραν της περιστασιακής μαρτυρίας, η Επιτροπή είχε ενώπιόν της και γραπτά τεκμήρια για παρεμβάσεις του Αναστασιάδη προς το Υπουργείο Εσωτερικών, όπως ένα email από τον δικηγόρο Ανδρέα Νεοκλέους προς τη γραμματέα του Αναστασιάδη Έλενα Αταλιώτου, το οποίο ανέφερε: «ο κ. Πρόεδρος μου ζήτησε να σου στείλω τα ονόματα των προσώπων που υπέβαλαν αίτηση για πολιτογράφηση για να του τα παραδώσεις. Η υπόθεση βρίσκεται στο Υπουργείο Οικονομικών ενώπιον της κας Μαρίας Διονυσίου».[5]

 

Θεσμική διαφθορά

Η Ερευνητική Επιτροπή, έχοντας οιονεί δικαστική εξουσία, όφειλε να αξιολογήσει τις μαρτυρίες που έλαβε. Στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας ο Αναστασιάδης προφανώς θα χαρακτηριζόταν αναξιόπιστος και θα μπορούσε να κατηγορηθεί ακόμη και για ψευδορκία. Ο πρόεδρος της Επιτροπής Μύρωνας Νικολάτος, αν και έμπειρος δικαστικός, δεν μπήκε καν σε διαδικασία αξιολόγησης των μαρτυριών, και η Επιτροπή παρέθεσε τις μαρτυρίες χωρίς σχόλια. Στο πόρισμά της η Επιτροπή δεν απέδωσε ονομαστικά ευθύνες σε κανένα παράγοντα, πολιτειακό ή ιδιώτη.

 

Στην ανάλυση των ευρημάτων της η Επιτροπή επικεντρώθηκε στις παρατυπίες ή και παρανομίες στις διαδικασίες πολιτογράφησης, που ήταν παρά πολλές και σοβαρές, αλλά απέφυγε να εστιάσει στη μεγάλη εικόνα, που ήταν η θεσμική διαφθορά. Μελετώντας κανείς την έκθεση της Επιτροπής Νικολάτου και όλα τα έγγραφα που τη συνοδεύουν διαβάζει –πίσω από τις γραμμές– ότι το ΚΕΠ ήταν ένα πρόγραμμα μαζικής πώλησης διαβατηρίων, ελεγχόμενο από ένα κύκλωμα παραγόντων οι οποίοι επωφελήθηκαν προσωπικά από τον τζίρο των δισεκατομμυρίων. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήταν κεντρική προσωπικότητα σε αυτό το κύκλωμα, έκανε κατάχρηση του αξιώματός του, ευνούχισε τους θεσμούς και έθεσε το κράτος στην υπηρεσία μιας ομάδας ανθρώπων που κερδοσκόπησαν παρανομώντας. Έτσι η Κύπρος, αντί κράτος δικαίου, κατάντησε να παρέχει προστασία σε διεθνείς απατεώνες. Η Επιτροπή Νικολάτου ωστόσο απέφυγε επιμελώς να αναδείξει την πτυχή της θεσμικής διαφθοράς, που ήταν και η ουσία του ζητήματος.

 

Παρόλα αυτά, το έργο της Επιτροπής παραμένει αξιόλογο. Από τις υποθέσεις που ερευνήθηκαν, είναι δεκάδες όσες θα έπρεπε να καταλήξουν στα ποινικά δικαστήρια. Πέραν των υποθέσεων αυτών, η Επιτροπή κατάρτησε και έναν κατάλογο με 444 ονόματα πολιτικά εκτεθειμένων προσώπων τα οποία έχριζαν περαιτέρω διερεύνησης.[6]

 

Λογοκρισία

Σχεδόν δύο χρόνια μετά την ολοκλήρωση της έρευνας, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι αξιοποιούνται τα ευρήματά της. Όπως αποδείχθηκε, το κίνητρο για τον διορισμό των δύο επιτροπών δεν ήταν η αναζήτηση και η απόδοση ευθυνών, αλλά η διαχείριση του προβλήματος μετά τις αποκαλύψεις των ξένων ΜΜΕ. Η κυβέρνηση μάλιστα, σε συνεργασία με τον γενικό εισαγγελέα Γιώργο Σαββίδη και τον βοηθό γενικό εισαγγελέα Σάββα Αγγελίδη, έσπευσε να αποκρύψει το αποτέλεσμα των ερευνών, λογοκρίνοντας τις εκθέσεις. Οι επικεφαλής της Νομικής Υπηρεσίας υπήρξαν και οι δύο υπουργοί του Αναστασιάδη και διορίστηκαν από τον ίδιο στα αξιώματά τους τον Ιούνιο του 2020.

 

Η πρόθεση της κυβέρνησης να συγκαλύψει το σκάνδαλο των διαβατηρίων διαφάνηκε από τον τρόπο διαχείρισης του πορίσματος της Επιτροπής Καλογήρου, το οποίο είχε παραδοθεί στον Υπουργό Εσωτερικών από τον Σεπτέμβριο του 2020. Ο Σύνδεσμος Ελεγκτών Κύπρου ζήτησε αντίγραφο του πορίσματος από τον υπουργό Εσωτερικών Νίκο Νουρή, για να ελέγξει τα μέλη του που πιθανόν να ενέχονταν. Ο υπουργός Εσωτερικών αρνήθηκε, επικαλούμενος γνωμάτευση του γενικού εισαγγελέα. Ο ΣΕΛΚ αποτάθηκε στον ίδιο τον Πρόεδρο Αναστασιάδη, ο οποίος επίσης αρνήθηκε. «Μας εξήγησε ότι ήταν για νομικούς λόγους που δεν μπορούσαν να μας τη δώσουν»,[7] ανέφερε στην κατάθεσή του στην Επιτροπή Νικολάτου ο πρόεδρος του ΣΕΛΚ Κυριάκος Ιορδάνου.

 

Στα τέλη Δεκεμβρίου 2020, μετά και από πίεση από την αντιπολίτευση, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης ανακοίνωσε με προσωπική δήλωση ότι το πόρισμα της Επιτροπής Καλογήρου θα δινόταν στη δημοσιότητα στις 29 Δεκεμβρίου, αλλά λογοκριμένο από τη Γενική Εισαγγελία, τη ΜΟΚΑΣ και την επίτροπο Προσωπικών Δεδομένων. Ο Αναστασιάδης δεσμεύτηκε ότι «για όσα των γεγονότων διαγράφονται στις εκθέσεις διά μαύρου χρώματος, θα δοθούν επίσης στη δημοσιότητα ευθύς μετά το πέρας των ποινικών ερευνών, με μόνη εξαίρεση όσα άπτονται προσωπικών δεδομένων».[8]

 

Η προστασία της ποινικής διαδικασίας ήταν μόνο ένα πρόσχημα για τη λογοκρισία της έκθεσης. Στην ιστορία της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν υπήρξε κανένα προηγούμενο αποτελεσματικών ποινικών ανακρίσεων για καμιά υπόθεση που αφορούσε τον αρχηγό του κράτους, ούτε κατά τη διάρκεια της θητείας του ούτε και μετά την ολοκλήρωσή της. Στην Κύπρο δεν υπάρχει καν ο θεσμός του ανεξάρτητου δημόσιου κατήγορου. Τον ρόλο αυτό ασκεί ο γενικός εισαγγελέας, ο οποίος είναι ταυτόχρονα νομικός σύμβουλος της κυβέρνησης και διορίζεται από τον Πρόεδρο. Ακόμη και αν ο γενικός εισαγγελέας αποφάσιζε να δώσει οδηγίες για ποινικές ανακρίσεις, αυτές θα διεξάγονταν από την Αστυνομία, η οποία είναι απόλυτα ελεγχόμενη από τον εκάστοτε Πρόεδρο, ο οποίος, στην περίπτωση του Νίκου Αναστασιάδη, έχει ιστορικό στη μεθόδευση των αστυνομικών ανακρίσεων.[9] Να σημειωθεί ότι ο Πρόεδρος έχει την εξουσία να παύει την ηγεσία της αστυνομίας. Κατά τη διάρκεια της θητείας του ο Αναστασιάδης έπαυσε δύο αρχηγούς και έναν υπαρχηγό του σώματος.  Από τα γεγονότα αυτά τεκμηριώνεται συνδιαχείριση του αποτελέσματος της έρευνας από τον Πρόεδρο και τον γενικό εισαγγελέα σε συνεργασία με τους άλλους κατ’ όνομα ανεξάρτητους θεσμούς.

 

Πρόσχημα με σκοπό την απόκρυψη των αποτελεσμάτων των ερευνών ήταν και η επίκληση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση θεσμοθέτησε τον Κανονισμό 2016/679 για να προστατεύσει την ιδιωτική ζωή των πολιτών και όχι για να συγκαλύπτει τους εγκληματίες. Εξάλλου, ο Κανονισμός για τα προσωπικά δεδομένα δεν εφαρμόζεται από αρμόδιες αρχές «για τους σκοπούς της πρόληψης, της διερεύνησης, της ανίχνευσης ή της δίωξης ποινικών αδικημάτων ή της εκτέλεσης ποινικών κυρώσεων».[10] Μάλιστα, στην επεξήγηση του Κανονισμού, αναφέρεται ότι η εξαίρεση αυτή «έχει σημασία, για παράδειγμα, στο πλαίσιο του αγώνα ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος».[11] Εξού και όταν επιβάλλονται κυρώσεις σε ιδιώτες, η Ευρωπαϊκή Ένωση δημοσιεύει τα πλήρη ονόματα και τους αριθμούς διαβατηρίων όσων υπόκεινται σε αυτές.

 

Στην Κύπρο η κυβέρνηση, σε συνεργασία με τον γενικό εισαγγελέα, τη ΜΟΚΑΣ και την επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων, προστατεύουν τους υπόπτους για ξέπλυμα χρήματος, με πρόσχημα τα προσωπικά τους δεδομένα. Στην περίπτωση του Τζο Λόου, η Επιτροπή Καλογήρου ετοίμασε μια έκθεση γεγονότων με όλες τις πληροφορίες για την πολιτογράφησή του. Στη λογοκριμένη εκδοχή της έκθεσης διαγράφηκαν όλες οι σημαντικές πληροφορίες, όπως το όνομα του ερευνώμενου, ακόμη και η χώρα καταγωγής του. Στην ολοκληρωμένη έκθεση περιλαμβάνεται το πλήρες κείμενο ενός σημειώματος που είχε παραδώσει η ΜΟΚΑΣ στην Επιτροπή, με σημαντικές πληροφορίες για το ξέπλυμα χρήματος από τον Τζο Λόου. Στη λογοκριμένη εκδοχή, που δόθηκε στη δημοσιότητα, το σημείωμα αυτό είναι μαυρισμένο στο σύνολό του. Δεν υπάρχει τίποτε στο κείμενο που θα μπορούσε να επηρεάσει τις ποινικές ανακρίσεις, οι οποίες έτσι κι αλλιώς δεν έγιναν ποτέ. Εκείνο που πράγματι επιβεβαίωνε το σημείωμα ήταν το ξέπλυμα χρημάτων από τα κλεμμένα του ταμείου 1MDB. Το ότι η ΜΟΚΑΣ, σε συνεργασία και συντονισμό με τον Αναστασιάδη, λογόκρινε ολόκληρη τη δική της αναφορά για τον Τζο Λόου, είναι ακόμη ένα στοιχείο που επιβεβαιώνει τη συνεργασία τους με στόχο τη συγκάλυψη.

 

Προληπτική λογοκρισία

Ο γενικός εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος γνωμάτευσε ότι έπρεπε να παραμείνει απόρρητη η έκθεση της Επιτροπής Καλογήρου, πήρε προληπτικά μέτρα για τη μη δημοσιοποίηση της έκθεσης της Επιτροπής Νικολάτου. Η Επιτροπή Νικολάτου διορίστηκε με διάταγμα που εξέδωσε ο Σαββίδης στη βάση του Περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμου. Στο διάταγμα αναφερόταν ότι «η ερευνητική επιτροπή περιβάλλεται με όλες τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 7 του Νόμου, εξαιρουμένης της παραγράφου (1β)».[12] Η παράγραφος που εξαιρέθηκε ανέφερε ότι η Επιτροπή έχει η ίδια την εξουσία «να δημοσιοποιεί το πλήρες κείμενο της έκθεσης» ή μέρους του, εάν συνέτρεχαν λόγοι εθνικής ασφάλειας.

 

Τα μέλη της Επιτροπής αποτάθηκαν γραπτώς στον γενικό Εισαγγελέα και «λόγω της καθολικής απαίτησης για πλήρη διαφάνεια», ζήτησαν να δοθεί στην Επιτροπή η δυνατότητα δημοσιοποίησης του πορίσματος.[13] Ο Σαββίδης απέρριψε το αίτημα. «Η συγκεκριμένη έρευνα, λόγω της φύσεώς της, εγείρει θέματα πέραν της εθνικής ασφάλειας και ενδεχομένως, να μην πρέπει ολόκληρο το πόρισμα ή μέρος αυτού να δημοσιοποιηθεί, είτε άμεσα είτε μεταγενέστερα για λόγους δημοσίου συμφέροντος».[14]

 

Στις εξουσίες που το Σύνταγμα παρέχει στον γενικό εισαγγελέα περιλαμβάνεται και η δυνατότητα επίκλησης του δημοσίου συμφέροντος για την αναστολή ποινικών διώξεων. Αυτή η προβληματική υπερεξουσία, αν και τυγχάνει συχνής κατάχρησης, ασκείται στο πλαίσιο του Συντάγματος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι εξουσίες της Ερευνητικής Επιτροπής εκχωρήθηκαν από νόμο του κράτους και ο γενικός εισαγγελέας δεν είχε το συνταγματικό δικαίωμα να αφαιρέσει από την Επιτροπή την εξουσία δημοσιοποίησης του πορίσματος.

 

Ο γενικός εισαγγελέας αιτιολόγησε το δημόσιο συμφέρον λέγοντας ότι «στην περίπτωση όπου καταγράφονται ποινικές ευθύνες εμπλεκομένων προσώπων […] δεν θα ήταν προς το δημόσιο συμφέρον να ενημερωθούν εκ των προτέρων και πριν τη λήψη απόφασης από τα αρμόδια όργανα, με τη δημοσιοποίηση του πορίσματος».[15] Στην πραγματικότητα η λογοκρισία συνιστούσε συγκάλυψη. Για παράδειγμα, καλύφθηκαν με μαύρο χρώμα ολόκληρο το email για το ρουσφέτι που υποσχέθηκε ο Αναστασιάδης στον δικηγόρο Αντρέα Νεοκλέους και ένα άλλο email, από το Υπουργείο Εσωτερικών, που ανέφερε: «Υπάρχει οτιδήποτε νεότερο γι’ αυτή την υπόθεση; Απολογούμαι που ενοχλώ, αλλά ρωτούν συνέχεια από το γραφείο του Προέδρου της Βουλής».

 

Ο γενικός εισαγγελέας φρόντισε για την απόκρυψη όλων των στοιχείων των σοβαρών υποθέσεων διαφθοράς, περιλαμβανομένης και της πολιτογράφησης του Τζο Λόου. Για παράδειγμα, στις σελίδες 691 μέχρι 694 της έκθεσης της Επιτροπής Νικολάτου υπάρχουν αναλυτικές πληροφορίες για τη δομή των εταιρειών και τα τεμάχια γης που αποκτήθηκαν από την Αρχιεπισκοπή και αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του ΚΕΠ.[16] Στο λογοκριμένο πόρισμα όλες αυτές οι πληροφορίες είναι μαυρισμένες.[17]

 

Η Αστυνομία είχε στη διάθεσή της αυτούσια τα πορίσματα και των δύο Επιτροπών, Καλογήρου και Νικολάτου. Ο γενικός εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης δήλωσε ότι είχε δώσει οδηγίες στην Αστυνομία να «εξετάσει όλες τις υποθέσεις για τις οποίες οι Επιτροπές αυτές αναφέρουν ότι πιθανόν να στοιχειοθετούνται ποινικά αδικήματα».[18] Σχολιάζοντας το πόρισμα ο Πρόεδρος Αναστασιάδης παραδέχτηκε ότι «υπήρχαν κενά, υπήρχαν αδυναμίες, υπήρξαν παρανομίες, υπάρχουν και πειθαρχικές και ποινικές και άλλες ευθύνες, όπως και πολιτικές», τις οποίες όμως «εκμεταλλεύτηκαν επιτήδειοι και οι οποίοι δεν θα πρέπει να κοιμούνται ήσυχα»![19] Στην πραγματικότητα κανένας δεν έχασε τον ύπνο του, ούτε από τα πορίσματα των Επιτροπών, ούτε από τις ανακρίσεις. Ούτε καν ο Τζο Λόου.

 

Ο Μύρωνας Νικολάτος, σε επιστολή προς τον γενικό εισαγγελέα με την οποία του ζητούσε να άρει τις ενστάσεις του για τη δημοσιοποίηση του πορίσματος, έκανε ειδική μνεία στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να κινήσει διαδικασία παράβασης υποχρεώσεων κατά της Κύπρου. «Η απαίτηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για “δικαστική” έρευνα του ζητήματος των πολιτογραφήσεων εξυπακούει ότι η Εξεταστική Επιτροπή θα πρέπει να έχει όλα τα εχέγγυα τής οιωνεί Δικαστικής επιτροπής και πρωταρχικά της ανεξαρτησίας».[20] Ο γενικός εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης όχι μόνο δεν έλαβε υπόψη αυτή την παρότρυνση, λογόκρινε ολόκληρη την αναφορά στο πόρισμα που παραπέμπει στις ενστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το ΚΕΠ και τις προειδοποιήσεις προς την κυπριακή κυβέρνηση να το αναθεωρήσει.[21]

 

Το γεγονός ότι λογοκρίθηκε η διαβούλευση μεταξύ της κυβέρνησης και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής δεν δικαιολογείται από την επίκληση της προστασίας των ποινικών ερευνών και των προσωπικών δεδομένων. Το δημόσιο συμφέρον επέβαλλε να πληροφορηθεί η κοινή γνώμη ότι η κυβέρνηση της χώρας ενέπαιζε την Ευρωπαϊκή Επιτροπή έτσι ώστε μια κατηγορία επιτηδείων που είχαν την εξουσία ή προσβάσεις στην εξουσία να συνεχίσουν ανενόχλητοι να εμπορεύονται την ευρωπαϊκή ιθαγένεια προς ίδιον όφελος. Ήταν τα ιδιοτελή συμφέροντα που επέβαλλαν απόκρυψη αυτών των πληροφοριών και ο γενικός εισαγγελέας, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας του, εξυπηρετούσε αυτό το σύστημα διαφθοράς, στο όνομα του δημοσίου συμφέροντος.

 

Τα τελευταία χρόνια υπάρχουν συχνά παραδείγματα κατάχρησης του δημοσίου συμφέροντος για συγκάλυψη παρανομιών. Ένα από τα μεγάλα σκάνδαλα που απασχόλησαν τη δημοσιότητα τα τελευταία χρόνια ήταν η παρακολούθηση των επικοινωνιών και η παράνομη συλλογή προσωπικών δεδομένων από ισραηλινή εταιρεία με έδρα την Κύπρο. Η υπόθεση ερευνήθηκε από ανεξάρτητο ποινικό ανακριτή και παραπέμφθηκε στο Κακουργιοδικείο. Ο γενικός εισαγγελέας ανέστειλε τις διώξεις κατά των φυσικών προσώπων. Η Επιτροπή PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία διερευνά τη χρήση παράνομου λογισμικού στην Ευρωπαϊκή Ένωση, επισκέφθηκε την Κύπρο και ζήτησε το πόρισμα του ποινικού ανακριτή. Ο γενικός εισαγγελέας Γιώργος Σαββίδης αρνήθηκε να συνεργαστεί, επικαλούμενος λόγους εθνικής ασφάλειας.

 

Σχολιάζοντας την άρνηση του γενικού εισαγγελέα σε συνέντευξή της στον Φιλελεύθερο, η πρόεδρος της Επιτροπής PEGA Σόφι Ιντ Βελντ, είπε: «Eίναι βαθιά απογοητευτικό. Αυτό που χρειάζεται τώρα είναι περισσότερη διαφάνεια, όχι περισσότερη μυστικότητα. Όσο δεν υπάρχει διαφάνεια, οι υποψίες και η δυσπιστία θα παραμένουν. Είναι δύσκολο να καταλάβουμε γιατί η έκθεση δεν πρέπει να δημοσιοποιηθεί. Είναι ακόμη ανησυχητικό το πόσες κυβερνήσεις της ΕΕ φαίνεται να πιστεύουν ότι η διαφάνεια και η λογοδοσία είναι προαιρετικές, ενώ στην πραγματικότητα αποτελούν τον ίδιο τον πυρήνα της δημοκρατίας. Η επίκληση της εθνικής ασφάλειας ως βάση για μυστικότητα έχει γίνει για τις κυβερνήσεις σαν τον μανδύα του Χάρι Πότερ, που όποιος τον φορούσε γινόταν αόρατος. Η δημοκρατία βρίσκεται σε σοβαρό κίνδυνο, εάν αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία δεν αισθάνονται πλέον καμία υποχρέωση λογοδοσίας έναντι των πολιτών».[22]

 

 Το email για μια πολιτογράφηση για την οποία πίεζε ο Συλλούρης.

 

Έτσι έκρυψε το ρουσφέτι του Συλλούρη το… δημόσιο συμφέρον.

 


 

[1] Περί Ερευνητικών Επιτροπών Νόμος (Κεφ. 44).

[2] Κατάθεση του Προέδρου Νίκου Αναστασιάδη ενώπιον της Επιτροπής Νικολάτου, 2.2.2021.

[3] Όπ. π.

[4] Κατάθεση του πρώην υπουργού Εσωτερικών Νεοκλή Συλικιώτη ενώπιον της Επιτροπής Νικολάτου, 17.12.2020.

[5] Έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής των Κατ’ εξαίρεση Πολιτογραφήσεων Αλλοδαπών Επενδυτών και Επιχειρηματιών, 7.6.2021, σ. 213.

[6] Όπ. π., σ. 582.

[7] Κατάθεση του γενικού διευθυντή του Συνδέσμου Ελεγκτών Κύπρου Κυριάκου Ιορδάνους στην Επιτροπή Νικολάτου, 28.1.2021.

[8] «Γραπτή δήλωση του Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Νίκου Αναστασιάδη», 23.12.2020, Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών.

[9] Στο βιβλίο μου Κράτος Μαφία καταγράφω το ιστορικό της μεθόδευσης των ανακρίσεων σχετικά με τον χρηματισμό του Προέδρου από τον τραπεζίτη Ανδρέα Βγενόπουλο μέσω της εταιρείας Focus Maritime, σ. 82.

[10] «Κανονισμός (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016», Άρθρο 2.

[11] Όπ. π., παρ. 19.

[12] Επίσημη Εφημερίδα της Κυπριακής Δημοκρατίας, Παράρτημα Τρίτο, Μέρος 1, Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις, 7.9.2020.

[13] Επιστολή του πρόεδρου της Ερευνητικής Επιτροπής Μύρωνα Νικολάτου προς τον γενικό εισαγγελέα Γιώργο Σαββίδη, ημερομηνίας 23.10.2020. Παράρτημα Δ στην Έκθεση της Επιτροπής.

[14] Απαντητική επιστολή του γενικού εισαγγελέα Γιώργου Σαββίδη προς τον πρόεδρο και τα μέλη της Ερευνητικής Επιτροπής, 6.11.2020. Παράρτημα Ε στην Έκθεση της Επιτροπής.

[15] Όπ. π.

[16] Επισυνάπτεται ως Παράρτημα 3.

[17] Επισυνάπτεται ως Παράρτημα 4.

[18] Δηλώσεις του γενικού εισαγγελέα της Δημοκρατίας Γιώργου Σαββίδη για την πορεία των αστυνομικών ερευνών σε σχέση με το ΚΕΠ, 15.9.2022.

[19] «Δεν θα διστάσω να αναλάβω πολιτικές ευθύνες που αναλογούν στην κυβέρνηση σε σχέση με το ΚΕΠ, δηλώνει ο Πρόεδρος» (2), ΚΥΠΕ, 8.6.2021.

[20] Επιστολή του Μύρωνα Νικολάτου προς τον γενικό εισαγγελέα, ημ. 23.10.2020, Παράρτημα Δ στην Έκθεση της Επιτροπής Νικολάτου.

[21] Έκθεση της Ερευνητικής Επιτροπής (λογοκριμένη εκδοχή) σ. 202–208. Επισυνάπτεται ως Παράρτημα 5.

[22] «Σόφι Ιντ Βελντ: Σε σοβαρό κίνδυνο η δημοκρατία στην Κύπρο», Philenews, 9.1.2023.


Μακάριος Δρουσιώτης

06/06/2023